Τις πραγματικές διαθέσεις των δανειστών, αλλά και τις δικές της αντοχές, «τεστάρει» σήμερα η κυβέρνηση. Μέχρι αργά το βράδυ της Παρασκευής αλλά και μέσα στο σαββατοκύριακο, το Μέγαρο Μαξίμου και υπουργείο Οικονομικών δοκίμαζαν πιθανά και απίθανα μέτρα, με σκοπό να διαμορφώσουν το τελικό «μείγμα» μέτρων που θα προσφέρει η κυβέρνηση στην Τρόικα για να επιστρέψει στην Αθήνα. Πιθανότατα σήμερα ο Γκίκας Χαρδούβελης θα αποστείλει στην Τρόικα τον κατάλογο με τις ελληνικές θέσεις. Αυτό θα αποκαλύψει και την πραγματική πολιτική γραμμή των δανειστών: αν θέλουν όντως δηλαδή να επιστρέψουν στην Αθήνα για να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση, ή αν έχουν σκοπό να «τρενάρουν» τις διαδικασίες και να οδηγήσουν την χώρα στην παράταση του Μνημονίου – ή και ακόμα πιο έκρυθμες καταστάσεις.
Ο κατάλογος που θα σταλεί στην Τρόικα δεν είχε κλείσει ως αργά χθες βράδυ και νέα μέτρα «μπαινοβγαίνουν» διαρκώς. Αν και μέχρι την περασμένη εβδομάδα διαβεβαίωνε περί του αντιθέτου, η κυβέρνηση επιχειρεί να εντάξει τελικώς και κάποια «ενοχλητικά» για τους πολίτες εισπρακτικά μέτρα, όπως πχ την αύξηση του μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ από το 6,5% σε 8%-10%. Γιατί το κάνει αυτό; Όχι για να καλύψει τα δημοσιονομικό κενό του 2015 , το οποίο αρνείται και μόνο η Τρόικα το προβλέπει, αλλά κυρίως για να στερήσει από τους δανειστές το «άλλοθι» που είχαν για να αναβάλουν την επιστροφή τους στην Αθήνα και την ύστατη ακόμη στιγμή πριν τελειώσει το ευρωπαϊκό μνημόνιο.
Και αν ακόμα θέλει να τους αφαιρέσει το δικαίωμα να πιέζουν χρονοτριβώντας περισσότερο, όπως υποστηρίζουν κυβερνητικές πηγές, δεν σκοπεύει και να προσφέρει στους δανειστές όσα ακριβώς ζητούσαν (πχ αύξηση ΦΠΑ στα νησιά του Αιγαίου, κατάργηση των 100 δόσεων κλπ) αλλά σχεδιάζει «παραλλαγές» μέτρων που θα μπορούσαν να γίνουν ανεκτές και στο εσωτερικό της χώρας, αν τελικώς αποδειχθεί ότι οι ελεγκτές εννοούν πραγματικά όσα έλεγαν στο Euroworking group, πως δηλαδή πρέπει να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση μέσα στον Δεκέμβριο και, έτσι, τις κάνουν τυχόν δεκτές ως βάση της τελικής συμφωνίας.
Όσο και αν πιέζεται, η κυβέρνηση θέλει να τους δώσει ένα μόνο εισπρακτικό μέτρο, την αύξηση του συντελεστή 6,5% στον ΦΠΑ που επιβάλλεται σε φάρμακα, βιβλία και ξενοδοχεία – ή ίσως και να μεταφέρει μόνο κάποια από αυτά στον συντελεστή 13%.
Αν χρειαστεί, λένε αρμόδιες πηγές, ίσως κάνει ξανά και κάποιες αλλαγές στη νέα ρύθμιση στην εφορία. Δεν θέλει όμως να πέσει κάτω από τον «μαγικό αριθμό» των 100 δόσεων που είχε υποσχεθεί ο πρωθυπουργός, αλλά εξετάζει «διορθώσεις», όπως να τεθούν περιουσιακά κριτήρια και να αποκλειστούν από τις δόσεις όσοι χρωστούν μεν πολλά, αλλά έχουν να πληρώσουν.
Η κυβέρνηση ξέρει όμως ότι την τύχη του μέτρου θα κρίνει η είσπραξη των φόρων του Νοεμβρίου, που ολοκληρώθηκε χθες που ήταν η τελευταία εργάσιμη μέρα του μήνα – και η πρώτη της εφαρμογής των ρυθμίσεων. Αν στις αρχές Δεκεμβρίου φανεί πως η ρύθμιση είχε ως συνέπεια ακόμα μεγαλύτερες απώλειες εσόδων και η «τρύπα» στις εισπράξεις φόρων ξεπεράσει τα 800 εκατ. ευρώ που ήταν τον Οκτώβριο, τότε η Τρόικα θα επανέλθει ζητώντας κατάργηση της ρύθμισης ή επαναφέροντας ξανά θέμα κατάργησης τα έκπτωσης 30% του ΦΠΑ στα νησιά του Αιγαίου!
Το πακέτο θα συμπληρωθεί και με μέτρα από άλλα υπουργεία, όπως με τις παραμετρικές αλλαγές στα όρια θεμελίωσης συνταξιοδοτικου δικαιώματος (6500 αντί 4500 ένσημα κλπ). Δεν διαφαίνεται να περιλαμβάνονται τελικώς στο «πακέτο» μέτρα που θα οδηγούν σε αυξήσεις ειδικών φόρων σε τσιγάρα και ποτά, παρότι στο Μνημόνιο υπάρχει πρόβλεψη για επανεξέταση του συστήματος φορολόγησης στον καπνό.
Επισήμως όμως η κυβέρνηση τηρεί μυστικότητα. Δεν σκοπεύει να δημοσιοποιήσει τα μέτρα που αντιπροτείνει, αν δεν δει πρώτα τις αντιδράσεις των δανειστών. Αν η Τρόικα τα απορρίψει και αυτά, τότε στην κυβέρνηση θα το θεωρήσουν πρόκληση και ο πρωθυπουργός θα αποφασίσει πώς θα αντιδράσει η κυβέρνηση, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες μέχρι την επόμενη Παρασκευή το αργότερο.
Πάντως τα περιθώρια αντίδρασης στο εξωτερικό είναι εξαιρετικά περιορισμένα καθώς ο χρόνος της διαπραγμάτευσης εξαντλείται και, επιπλέον, είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει χάσει το ισχυρό momentum που είχε ως τον Σεπτέμβριο, όταν «πατούσε» διαπραγματευτικά πάνω στην υπερείσπραξη εσόδων (σχεδόν 900 εκατ. ευρώ πάνω από το στόχο) που είχε πετύχει έως τον Ιούνιο, για να μπορεί να επιβάλλει φοροελαφρύνσεις, ρυθμίσεις χρεών ή ό,τι άλλο ήθελε, κόντρα στις διαθέσεις των ελεγκτών.