Η θριαμβευτική επικράτηση του Ερντογάν ίσως επηρεάσει θετικά το Κυπριακό, υποστήριζει ο καθ. Ιω. Ν. Γρηγοριάδης. Προς όφελος του Ερντογάν το κλίμα πόλωσης στο κουρδικό. Άγνωστος x στο προσφυγικό οι εξελίξεις στη Συρία
Ήταν ένας προσωπικός θρίαμβος του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν το αποτέλεσμα των προχθεσινών επαναληπτικών βουλευτικών εκλογών και παράλληλα ένα «ράπισμα» στους εκλογολόγους και δημοσκόπους που είχαν φτάσει να προβλέψουν ακόμη και το σενάριο της ακυβερνησίας. Όμως ο Τούρκος πρόεδρος διέψευσε τις Κασσάνδρες και επανακάμπτει δυνατός και τροπαιούχος.
«Προσδιόρισε τους όρους του παιγνιδιού»
«Αυτό που θα πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι υπάρχει επιστροφή του κ. Ερντογάν και του κόμματός του στην ηγεμονική θέση, την οποία καταλάμβανε τα τελευταία 14 χρόνια και ότι οι εκλογές του περασμένου Ιουνίου ήταν μια παρέκκλιση, όπως αποδείχθηκε» επισημαίνει στη Deutsche Welle o Ι. Ν. Γρηγοριάδης, επίκουρος καθηγητής του τμήματος Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Bilkent της Άγκυρας και επιστημονικός συνεργάτης στο ΕΛΙΑΜΕΠ.
«Μπόρεσε να προσδιορίσει τους όρους του πολιτικού παιγνιδιού με ένα τέτοιο τρόπο, ώστε η πλειοψηφία του τουρκικού λαού να τον εμπιστευτεί και πάλι» συμπληρώνει. Κατά την άποψη του Έλληνα καθηγητή, το κλίμα πόλωσης που καλλιέργησε με την αναζωπύρωση των συγκρούσεων με το ΡΚΚ και τις δυο τρομοκρατικές επιθέσεις δεν ανέδειξε στα μάτια των ψηφοφόρων του την έλλειψη κυβέρνησης και καλής διοίκησης, αλλά αποδόθηκε στην απουσία αυτοδύναμης κυβέρνησης που οι ψηφοφόροι έσπευσαν να την δώσουν στο κόμμα του Τούρκου προέδρου.
Σε ό,τι αφορά την εκλογική γεωγραφία, το σημαντικό που επισημαίνει ο κ. Γρηγοριάδης είναι ότι πολλοί ψηφοφόροι του ακροδεξιού εθνικιστικού κόμματος μετακινήθηκαν στο κόμμα ΑΚΡ του Ερντογάν, που το τελευταίο διάστημα μετά τις συγκρούσεις του τουρκικού στρατού με το ΡΚΚ χρησιμοποίησε ακροδεξιά ρητορεία.
«Επειδή το ακροδεξιό κόμμα δεν έχει αναπτύξει ισχυρά πολιτικά και ιδεολογικά αναχώματα, λειτούργησε ως δεξαμενή ψηφοφόρων του κυβερνώντος κόμματος. Αυτό θα οδηγήσει σε εξελίξεις εντός του κόμματος, ήδη ο κ. Μπαχτσελί ανήγγειλε την παραίτησή του κι αυτό είναι αρκετά προβληματικό μεσοπρόθεσμα λόγω πιθανής ριζοσπαστικοποίησης του κόμματος. Αν δηλαδή το κόμμα καταλάβει ότι κινδυνεύει να απορροφηθεί από το κυβερνών κόμμα και πέσει κάτω από το 10%, από το οποίο δεν είναι πολύ μακριά πια, ίσως η επιλογή που θα ακολουθηθεί θα είναι μια πιο δυναμική ή πιο σκληρή στάση στα θέματα, όπως το κουρδικό κι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ακόμη περισσότερα προβλήματα», υποστηρίζει ο Έλληνας καθηγητής.
Κυπριακό και προσφυγικό
Παράδοση λοιπόν στην αυθεντία του Ερντογάν, παγίωση κλίματος πόλωσης και διχασμού στην κοινωνία. Για τον Ιωάννη Ν.Γρηγοριάδη δημιουργείται μια «τυραννία της πλειοψηφίας, όπου το πλειοψηφικό ρεύμα κυβερνά με δημοκρατικά κριτήρια, κερδίζει την ψήφο του τουρκικού λαού και την αυτοδυναμία, αλλά δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον, ούτε προσπαθεί να μπει στη θέση των κοινωνικών ομάδων που δεν στηρίζουν το κυβερνών κόμμα. Έχουν όμως και αυτές μια σειρά από ανησυχίες τις οποίες θα επιθυμούσαν η κυβέρνηση να διασκεδάσει κατά ένα τρόπο. Αυτό όμως δεν συμβαίνει μέχρι στιγμής και είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι θα γίνει τώρα ύστερα από μια σημαντική επιτυχία».
Σε κάθε περίπτωση, η μεγάλη επιτυχία του Ερντογάν φαίνεται ότι θα μπορούσε να αποτελέσει ευκαιρία για το Κυπριακό. «Υπήρχαν ανησυχίες ότι τυχόν συγκυβέρνηση με το ακροδεξιό κόμμα θα σήμαινε αλλαγή της στάσης της Τουρκίας στο Κυπριακό, η οποία προς στιγμήν φαίνεται να είναι ελαφρώς υποστηρικτική με την έννοια ότι δεν έχει φέρει εμπόδια στις διαπραγματεύσεις και δεν έχει επιβάλει θέσεις που θα ακύρωναν τις διαπραγματεύσεις στην Κύπρο. Οπότε ίσως η αυτοδυναμία του Ερντογάν να βοηθήσει να βρεθεί μια απόφαση για την επίλυση του Κυπριακού εν ευθέτω χρόνω» ελπίζει ο Έλληνας καθηγητής.
Για το προσφυγικό ο κ. Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης θεωρεί ότι ναι μεν έχουν τεθεί τα ζητήματα στο τραπέζι, αλλά κανείς δεν γνωρίζει τις εξελίξεις στο πολεμικό μέτωπο της Συρίας. «Αν υπάρξει επίθεση στο Χαλέπι από τις δυνάμεις του Ασάντ και τους Ρώσους αυτό μπορεί να σημάνει ένα πολύ μεγαλύτερο προσφυγικό κύμα που ούτε η Τουρκία, ούτε η ΕΕ θα μπορούν να συγκρατήσουν με τις υπάρχουσες υποδομές και συνθήκες».