Με τους στίχους του ποιήματος «ΑΝ», του βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας Βρετανού συγγραφέα, Ράντιαρντ Κίπλινγκ, έκλεισε την ομιλία του στη Βουλή ο επανεκλεγείς πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, αφού ανακοίνωσε το πρώτο πακέτο μέτρων στήριξης.
Μετά την ανακοίνωση του «οδικού χάρτη» της κυβέρνησης για τη νέα τετραετία, επέλεξε να κλείσει με τα εξής λόγια: «Την επιθυμία για τολμηρά βήματα στο μέλλον, ένα μέλλον που δεν μπορεί να περιμένει, αποτυπώνουν και οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης που σας καλώ να τις υπερψηφίσετε. Θυμάμαι ότι στην αντίστοιχη στιγμή, στο τέλος της ομιλίας μου το 2019 και αμέσως μετά τις τελευταίες εκλογές, επικαλέστηκα ένα από τα αγαπημένα μου ποιήματα, το ”ΑΝ” του Κίπλινγκ. Αυτό το ”ΑΝ” που αναφέρεται στην αντοχή, στη διαρκή ανάγκη για αγώνα, πώς δηλαδή δεν το βάζει κανείς κάτω όταν η ζωή του τα φέρνει δύσκολα. Είναι η ώρα να το αντιστρέψουμε στο μεγάλο ”να”, αυτό που θα μας προτείνει μια καθοριστική εθνική διεκδίκηση για να γίνουμε οι ίδοι αρχιτέκτονες του πεπρωμένου μας και μαζί με τους πολίτες να ξεκινήσουμε το συναρπστικό ταξίδι προς την αισιόδοξη Ελλάδα του 2030, με όραμα, σχέδιο και πολλή δουλειά. Το θέλουμε και μπορούμε να το πετύχουμε».
Υπενθυμίζεται ότι τόσο στην πρώτη του ομιλία, ως πρωθυπουργού, το 2019 όσο και κατά την πρώτη του δήλωση, μετά την επικράτησή του στις τελευταίες εκλογές της 25ης Ιουνίου, ο κ.Μητσοτάκης είχε κάνει αναφορά στο ποίημα του Κίπλινγκ. Στις 25 Ιουνίου είχε επικαλεστεί συγκεκριμένα τον εξής στίχο: «Αν μπορείς να ονειρεύεσαι, χωρίς να γίνεσαι των ονείρων σου σκλάβος».
Το ποίημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1910 και στην ουσία επισημαίνει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούμε για να πετύχουμε στη ζωή.
Οι στίχοι του ποιήματος:
Αν μπορείς να κρατάς το κεφάλι ψηλά όταν γύρω σου όλοι
τον εαυτό τους έχασαν δειλά, και για τούτο μαζί σου τα βάζουν,
στον εαυτό σου αν μπορείς να ‘χεις πίστη όταν όλοι για σένα αμφιβάλλουν
μα κι αδιάφορος να ‘σαι κι ορθός στις δικές τους μπροστά αμφιβολίες,
αν μπορείς να υπομένεις χωρίς ν’ αποστάσεις ποτέ καρτερώντας,
ή μπλεγμένος με ψεύτες, μακριά να σταθείς, αν μπορείς απ’ το ψέμα
κι αν γενείς μισητός, να μη δείξεις στρατί στο δικό σου το μίσος,
κι ούτε τόσο καλός να φανείς κι ούτε τόσο σοφά να μιλήσεις,
αν μπορείς να ονειρεύεσαι δίχως να γίνεις του ονείρου σου σκλάβος,
αν μπορείς να στοχάζεσαι δίχως τη σκέψη να κάνεις σκοπό σου,
αν μπορείς την λαμπρήν ανταμώνοντας Νίκη ή τη μαύρη φουρτούνα,
να φερθείς με τον ίδιο τον τρόπο στους δυο κατεργάρηδες τούτους,
αν μπορείς να υποφέρεις ν’ ακούς την αλήθεια που ο ίδιος σου είπες,
στρεβλωμένη από αχρείους, να γενεί μια παγίδα για ηλίθιους ανθρώπους,
ή αν τα όσα η ζωή σού έχει δώσει αντικρίσεις συντρίμμια μπροστά σου,
κι αφού σκύψεις, ν’ αρχίσεις ξανά να τα χτίζεις με σκάρτα εργαλεία,
αν μπορείς να σωριάσεις μαζί τ’ αγαθά και τα κέρδη σου όλα,
κι αν τολμήσεις με μια σου ζαριά όλα για όλα να παίξεις
και να χάσεις τα πάντα και πάλι απ’ την πρώτη σου αρχή να κινήσεις,
και να μην ψιθυρίσεις ποτές ούτε λέξη για τα όσα έχεις χάσει,
κι αν μπορείς ν’ αναγκάσεις με βία, την καρδιά σου, τα νεύρα, το νου σου,
να δουλέψουν για σέναν ακόμα κι αφού τσακιστούνε στο μόχθο,
και ν’ αντέξεις σ’ αυτό σταθερά όταν τίποτε εντός σου δεν θα ‘χεις
άλλο εξόν απ’ τη θέληση που όρθια θα κράζει σε τούτα «Κρατάτε»,
αν μπορείς να μιλάς με τα πλήθη κι ακέριος στο ήθος να μένεις,
ή αν βρεθείς με ρηγάδες χωρίς τα μυαλά σου να πάρουν αέρα,
κι αν ποτέ, ούτε οι φίλοι ούτε οι εχθροί να σε κάνουν μπορούν να πονέσεις,
τον καθένα αν ζυγιάζεις σωστά και κανέναν πιο πρόσβαρα απ’ άλλον,
αν μπορείς να γεμίζεις το αμείλιχτο ένα λεφτό της κάθε ώρας
στην αξία των εξήντα μοιραίων δευτερόλεφτων της διαδρομής του,
τότε θα ‘ναι όλη η Γη σα δικιά σου, ως και κάθε που υπάρχει σε τούτη,
και —περισσότερο ακόμα— θε να ‘σαι ένας άνθρωπος πλέριος, παιδί μου.