Το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, όπου οι τράπεζες έκαναν ενέσεις ρευστότητας ύψους 8 τρισ. δολαρίων στην παγκόσμια οικονομία, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της χρηματοπιστωτικής κρίσης που ξέσπασε και παρόλα αυτά η ανάπτυξη παρέμεινε καθηλωμένη σε χαμηλά επίπεδα, αναφέρει η Wall Street Journal, με αφορμή την απόφαση της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας (FED) να μην αυξήσει τα επιτόκιά της.
Το δημοσίευμα, με τίτλο: «Διδάγματα από τις κεντρικές τράπεζες: Το εύκολο χρήμα δεν αποτελεί από μόνο του βάλσαμο για την ανάπτυξη», σημειώνει ότι η Fed αναφέρθηκε στην πρόσφατη αναταραχή στις αγορές και την εξασθενημένη εικόνα της διεθνούς οικονομίας για την απόφασή της να διατηρήσει τα επιτόκιά της κοντά στο μηδέν. «Όποτε και αν αυξήσει η Fed τα επιτόκια, ένα δίδαγμα παραμένει: Το φθηνό χρήμα δεν μπορεί μόνο του να λύσει τις παγκόσμιες οικονομικές αδυναμίες», αναφέρει η WSJ.
Η Fed σημείωσε τις θετικές εξελίξεις στην αμερικανική οικονομία, περιλαμβανομένης της κατανάλωσης των νοικοκυριών και της επιχειρηματικής επένδυσης, αλλά εξέφρασε ανησυχία ότι οι συνθήκες στο εξωτερικό μπορεί να περιορίσουν την ανάπτυξη στις ΗΠΑ και να ασκήσουν νέα πίεση στον βραχυπρόθεσμο πληθωρισμό.
«Σε μεγάλο βαθμό εστιάσαμε στους κινδύνους γύρω από την Κίνα, αλλά όχι μόνο την Κίνα – τις αναδυόμενες αγορές γενικότερα και πώς αυτοί μπορεί να μεταδοθούν στις ΗΠΑ», δήλωσε η επικεφαλής της Fed Τζάνετ Γέλεν, τονίζοντας ότι «τις σημαντικές οικονομικές και χρηματοπιστωτικές διασυνδέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και του υπόλοιπου κόσμου». Η ανησυχία της Γέλεν υπογραμμίζει εν μέρει τα όρια της χαλαρής νομισματικής πολιτικής, ως της μοναδικής αντίδρασης στην εξασθένηση των οικονομιών. Αντί να χρησιμοποιήσουν τα περιθώρια που τους έδωσαν τα χαμηλά επιτόκια για να βελτιώσουν τις οικονομίες τους, οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο απέτυχαν να προχωρήσουν σε μεγαλύτερης διάρκειας μεταρρυθμίσεις των πολιτικών τους, καθώς προσπαθούν να αντιμετωπίσουν ένα πλέγμα δημογραφικών και άλλων προβλημάτων.
Από το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2007, το μέσο βασικό επιτόκιο των κεντρικών τραπεζών μειώθηκε κατά περίπου τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες στις αναπτυγμένες χώρες και δύο ποσοστιαίες μονάδες στις αναδυόμενες αγορές. Οι κεντρικές τράπεζες αγόρασαν επίσης ομόλογα και άλλα στοιχεία ενεργητικού, που αντιστοιχούν στο 10% της παγκόσμιας παραγωγής, προκειμένου να επανέλθει η ανάπτυξη στα προς της κρίσης επίπεδα. Ωστόσο, η παγκόσμια ανάπτυξη είναι σταθερά κατώτερη των προσδοκιών. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προέβλεψε τον Απρίλιο του 2010 ότι η παγκόσμια οικονομία θα αναπτυσσόταν με ρυθμό 4,5% ετησίως από το 2011 έως το 2014, αλλά στην πραγματικότητα ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν μόνο 3,6% ετησίως. Το ΔΝΤ προβλέπει τώρα ρυθμό ανάπτυξης 3,3% για φέτος από 3,8% που ήταν η πρόβλεψή του πριν από έναν χρόνο.
Καταπονημένες από το χρέος, οι χώρες της Ευρωζώνης δυσκολεύονται να μειώσουν την ανεργία και να αυξήσουν τις επενδύσεις και τον δανεισμό στις επιχειρήσεις. Η Ιαπωνία απέτυχε να αντιμετωπίσει την έλλειψη αποτελεσματικότητας που ωθεί προς τα κάτω την οικονομία της. Η Κίνα, η Βραζιλία, η Τουρκία και μία σειρά άλλων μεγάλων αναδυόμενων αγορών έχουν φθάσει στα όρια των δυνατοτήτων τους για ανάπτυξη, χωρίς ριζικές μεταρρυθμίσεις των πολιτικών. Και σε όλο τον κόσμο, η μείωση του ρυθμού αύξησης του εργατικού δυναμικού υπονομεύει τους δυνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης – τη δυνατότητα δηλαδή των οικονομιών να αναπτύσσονται με το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό, τεχνογνωσία και κεφάλαιο. «Πολλές από τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για να κάνουν τις οικονομίες πιο ανταγωνιστικές, καινοτόμες και παραγωγικές – όπως το άνοιγμα προστατευμένων τομέων και η μείωση των ρυθμίσεων των αγορών εργασίας – συναντούν συχνά πολιτικές αντιστάσεις», σημειώνει η WSJ.