«Οι επενδυτές και οι πιστωτές ακούνε με ανακούφιση ότι η Ελλάδα διαθέτει σχέδιο επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρόκειται για ένα καλό σχέδιο» αναφέρεται σε κύριο άρθρο της Γουόλ Στριτ Τζέρναλ.
Όπως υποστηρίζεται, «ο υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης και ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας υπαναχωρούν ως προς το κούρεμα του ελληνικού χρέους και ο κ. Βαρουφάκης πρότεινε τη μετατροπή μέρους του ελληνικού χρέους σε “ομόλογα στο διηνεκές” και τη διασύνδεση της αποπληρωμής ενός άλλου μέρους του ελληνικού χρέους με την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Κάτι τέτοιο θα ελάφρυνε την εξυπηρέτηση του χρέους, κατά τη διάρκεια οικονομικής ύφεσης, ενώ θα απέφευγε το κούρεμα χρέους, το οποίο θεωρείται πολιτικά απαράδεκτο για πιστωτές, όπως τη Γερμανία. Το χρέος που κατέχουν οι ιδιώτες επενδυτές θα έμενε ανέπαφο. Το Υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε αργότερα ότι ερμηνεύτηκαν λανθασμένα οι δηλώσεις του κ. Βαρουφάκη, μολονότι αυτές αντανακλούσαν προηγούμενες δηλώσεις του».
Στη συνέχεια, η σύνταξη της αμερικανικής εφημερίδας σημειώνει: «Θα πρέπει να επευφημούμε τις όποιες δηλώσεις των κ.κ. Τσίπρα και Βαρουφάκη που υποδηλώνουν επιστροφή στην πραγματικότητα, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ ανήλθε στην εξουσία, τον προηγούμενο μήνα, με μη ρεαλιστικές υποσχέσεις για κούρεμα του χρέους και για ανατροπή των δημοσιονομικών περικοπών που περιλαμβάνονταν στα σχέδια διάσωσης».
Όπως επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, «ακόμη και η αναδιάρθρωση ομολόγων δεν είναι θεμιτή για την Ελλάδα. Οι ιδιώτες ομολογιούχοι δέχθηκαν το 2012 ένα κούρεμα της τάξης του 50% και σήμερα το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους βρίσκεται στα χέρια των κυβερνήσεων και των διεθνών θεσμών. Η Ελλάδα, επίσης, χαίρει μιας μακράς περιόδου αποπληρωμής των δανείων με χαμηλά επιτόκια, ώστε το κόστος της εξυπηρέτησής τους να ανέρχεται μόλις στο 2% σε σχέση με το ΑΕΠ, συγκρινόμενο με το 5% της Πορτογαλίας και το 4,4% της Ιρλανδίας, το 2013. Εάν επίσης δοθεί στην Αθήνα περαιτέρω ελάφρυνση στους όρους αποπληρωμής, όταν παρουσιάζεται μικρή ανάπτυξη, τότε θα απομακρυνθεί η αίσθηση του επείγοντος για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων».
Τέλος, γίνεται αναφορά και «στην ελληνική γραφειοκρατία που θέτει εμπόδια στις επενδύσεις και στην ομαλή λειτουργία των επιχειρήσεων», ενώ επικρίνεται η Ελλάδα «για τη μη προώθηση προφανών, αλλά δύσκολων πολιτικά μεταρρυθμίσεων».