«Τα κόμματα πρέπει να περνούν από ψιλό κόσκινο τους υποψηφίους που προτείνουν στους πολίτες, αλλά και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί τα πρόσωπα στα οποία εμπιστεύονται θέσεις ευθύνης» ανέφερε ο κ Μάξιμος Χαρακόπουλος μιλώντας σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο με θέμα «Ταυτότητα: Αναζητώντας τις ευρωπαϊκές αξίες και τη σχέση τους με τη Χριστιανική Παράδοση».
Ο βουλευτής της ΝΔ και Γενικός Γραμματέας της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας σημείωσε πως «Η συνάντησή μας γίνεται σε μια αρνητικά φορτισμένη περίοδο για την Ευρώπη. Στο κέντρο της ΕΕ, αποκαλύπτονται σκάνδαλα, που εμπλέκουν ευρωπαίους αξιωματούχους, ρίχνοντας βαριές σκιές στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μεγάλο στοίχημα που πρέπει να κερδίσουμε είναι αυτό της επανασύνδεσης της ηθικής με την πολιτική. Ώστε να αποκτήσει και η πολιτική το κύρος που έχει απωλέσει. Και βεβαίως τα κόμματα πρέπει να περνούν από ψιλό κόσκινο τους υποψηφίους που προτείνουν στους πολίτες, αλλά και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί τα πρόσωπα στα οποία εμπιστεύονται θέσεις ευθύνης. Η συζήτηση, λοιπόν, για την ανάδειξη των χριστιανικών αξιών της Ευρώπης είναι και μια συζήτηση για την επανασύνδεση της ηθικής με την πολιτική».
Παράλληλα ο κ. Χαρακόπουλος καυτηρίασε το γεγονός ότι «η Τελική Έκθεση της Διάσκεψης για το Μέλλον της Ευρώπης δεν περιέχει ούτε μια αναφορά στον χριστιανισμό ή στην χριστιανική παράδοση, που είναι μέρος του τρόπου ζωής εκατομμυρίων ευρωπαίων πολιτών. Ούτε καν αναφορά στη “θρησκευτική κληρονομιά”, που υπήρχε στο σχέδιο του ευρωπαϊκού συντάγματος. Εμείς, ως Διακοινοβουλευτική Συνέλευση Ορθοδοξίας, ήδη, από την εξαγγελία της Διάσκεψης για το Μέλλον της Ευρώπης το 2019, σπεύσαμε να τοποθετηθούμε. Στείλαμε επιστολές σε ευρωπαίους αξιωματούχους, πραγματοποιήσαμε συναντήσεις με αρκετούς εξ αυτών, αλλά και εκπροσώπους εκκλησιών, οργανώσαμε συσκέψεις για τη σημασία της ανάδειξης της χριστιανικής ταυτότητας της Ευρώπης, εκπονήσαμε κείμενα. Τελικώς, στις διαδικασίες της Διάσκεψης δεν προσκλήθηκαν θρησκευτικές οργανώσεις ή Εκκλησίες».
Παράλληλα, είπε πως «ένας τέτοιος αποκλεισμός από τον διάλογο μπορεί να χαρακτηριστεί αντιδημοκρατικός και μεροληπτικός. Τέτοιες πρακτικές, που περιορίζουν τον πλουραλισμό στη διατύπωση των απόψεων, με σαφή προκατάληψη εναντίον κάποιων από αυτές, προκαλούν εύλογες αντιδράσεις. Διότι δεν πρόκειται για μειοψηφικές ομάδες που επιδιώκουν να προβάλουν τα αιτήματά τους. Αντιθέτως, μιλούμε για πλειοψηφίες λαών, που διατηρούν την χριστιανική τους πίστη: ορθόδοξη, καθολική, ευαγγελική. Άνθρωποι που ενστερνίζονται τις χριστιανικές αξίες, τις οποίες θεωρούν ότι είναι και θεμελιώδες τμήμα των ευρωπαϊκών αξιών.
Ωστόσο, εμφανίζεται μια απρόσωπη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, που με ιδεοληπτική εμμονή επιχειρεί να απαλείψει κάθε αναφορά στο χριστιανικό παρελθόν της Ευρώπης, κάθε στοιχείο ανάδειξης των χριστιανικών αξιών. Και δεν αντιλαμβάνεται ότι αυτή η πολιτική οδηγεί στην αποξένωση των λαών από το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, τροφοδοτεί τον ευρωσκεπτικισμό και υποσκάπτει το κοινό ευρωπαϊκό μας μέλλον. Το μόνον μέλλον που εγγυάται την ελευθερία και την ευημερία των λαών της Ευρώπης.
Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να προτείνει τη σύγκληση Διάσκεψης των ευρωπαϊκών οργάνων για την Αναθεώρηση των Συνθηκών της ΕΕ μας δίνει την ευκαιρία να μοιραστούμε τις θέσεις μας με όσους επηρεάζουν τα κέντρα λήψης αποφάσεων, ώστε να συμπεριληφθεί στο τροποποιημένο κείμενο που θα προκύψει τουλάχιστον μια σαφής αναφορά στις χριστιανικές ρίζες της Ευρώπης».