Νέα διαγνωστική μέθοδος, που βασίζεται σε διαδοχικά τεστ αίματος, εμφανίζει διπλάσια αποτελεσματικότητα στην ανίχνευση του καρκίνου των ωοθηκών, μίας νόσου που προκαλεί μέχρι σήμερα υψηλά ποσοστά θνησιμότητας, ακριβώς επειδή είναι συνήθης η καθυστερημένη διάγνωσή της.
Το νέο τεστ δείχνει ότι είναι δυνατό να διαγνωσθεί έγκαιρα η ασθένεια στο 86% των γυναικών, χάρη στη διαχρονική ανάλυση του επιπέδου μιας συγκεκριμένης πρωτεΐνης-βιοδείκτη (CA135) στο αίμα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Ούσα Μενόν του University College του Λονδίνου (UCL), που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό κλινικής ογκολογίας “Journal of Clinical Oncology”, σύμφωνα με το BBC και το πρακτορείο Ρόιτερς, πραγματοποίησαν μια μεγάλη κλινική δοκιμή σε πάνω από 46.000 γυναίκες άνω των 50 ετών, για χρονικό διάστημα 14 ετών. Επρόκειτο για την μεγαλύτερη και πιο μακροχρόνια κλινική δοκιμή σχετικά με τη διάγνωση του καρκίνου των ωοθηκών.
Σήμερα, η διάγνωση της νόσου γίνεται είτε μέσω ενός τεστ αίματος που ελέγχει «μια κι έξω» για τυχόν υψηλά επίπεδα της πρωτεΐνης CA125, είτε μέσω εξέτασης υπερήχων.
Η νέα μέθοδος βασίζεται στη στατιστική ανάλυση του επιπέδου της συγκεκριμένης πρωτεΐνης διαχρονικά, εφόσον η γυναίκα κάνει το σχετικό τεστ αίματος κάθε χρόνο. Ένα πρόγραμμα λογισμικού σε υπολογιστή «διαβάζει» τα ετήσια αποτελέσματα του τεστ της γυναίκας και, με τη βοήθεια ενός ειδικού αλγόριθμου, μπορεί να προβλέψει με αξιοσημείωτη ακρίβεια τον κίνδυνο εμφάνισης του καρκίνου των ωοθηκών στο μέλλον. Η εκτίμηση βασίζεται στο συνυπολογισμό διαφόρων παραγόντων, όπως η ηλικία της γυναίκας, το αρχικό επίπεδο της πρωτεΐνης κατά την πρώτη εξέταση αίματος, το πώς και πόσο το επίπεδο της πρωτεΐνης μεταβάλλεται από έτος σε έτος κ.α.
To παραδοσιακό τεστ αίματος κάνει διάγνωση του καρκίνου βασιζόμενο στην εφάπαξ (στατική) μέτρηση της πρωτεΐνης CA125 και όχι στη δυναμική διαχρονική εξέλιξή της. Ενώ το νέο τεστ «πιάνει» σωστά το 86% των γυναικών με επιθετικό επιθηλιακό καρκίνο των ωοθηκών, το συμβατικό τεστ δεν θα έβρισκε έγκαιρα ούτε τις μισές από αυτές τις περιπτώσεις (41% έως 48%), όπως έχουν δείξει προηγούμενες κλινικές μελέτες για την περιορισμένη αποτελεσματικότητά του.
Για «πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα», έκανε λόγο η Μενόν. Μένει όμως να αποδειχθεί, όπως είπε, έως το τέλος του έτους, όταν ανάλυση της κλινικής δοκιμής θα έχει πλέον ολοκληρωθεί, κατά πόσο η σημαντική βελτίωση στην αποτελεσματικότητα της διάγνωσης είναι όντως αρκετά έγκαιρη, ώστε να «μεταφράζεται» πρακτικά στο να σώζονται οι ζωές περισσότερων γυναικών.
Οι πόνοι και τα επίμονα πρηξίματα στην κοιλιά αποτελούν μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά συμπτώματα της νόσου.