Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα κατά του Καπνίσματος ο δρ Φίλιππος Φιλιππίδης, λέκτορας της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Imperial College του Λονδίνου, μιλάει για το κάπνσιμα στην Ελλάδα.
Η οικονομική κρίση, ο φόβος του πολιτικού κόστους και η επιρροή των καπνοβιομηχανιών είχαν ως συνέπεια να ατονήσει η πολιτική βούληση των ελληνικών κυβερνήσεων να εφαρμόσουν τα νομοθετημένα μέτρα κατά του καπνίσματος. Από την άλλη όμως, η ίδια η κρίση έκανε τους Έλληνες να καπνίζουν λιγότερο, προκειμένου να κάνουν οικονομία τονίζει ο ο δρ Φίλιππος Φιλιππίδης, λέκτορας της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Imperial College του Λονδίνου, σε συνέντευξή του με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα μη Καπνίσματος.
Όπως υπογραμμίζει ο ίδιος, η Ελλάδα έχει ακόμη το μεγαλύτερο ποσοστό καπνιστών στην Ευρώπη, περίπου τέσσερις στους δέκα ενήλικες.
Ο κ.Φιλιππίδης τάσσεται αναφανδόν υπέρ της περαιτέρω αύξησης των φόρων στα τσιγάρα, επειδή έχει αποδειχθεί διεθνώς ότι αυτός είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να μειωθεί το κάπνισμα.
Καλεί, έτσι, την κυβέρνηση που αναζητά έσοδα, να μη διστάσει να αυξήσει τη φορολογία στα 2 ευρώ ανά πακέτο, πράγμα που θα σώσει 1.200 – 2.400 ανθρώπους από τον θάνατο ετησίως, από τους περίπου 20.000 συνολικά, τους οποίους σκοτώνει στη χώρα μας το κάπνισμα κάθε χρόνο.
Επικρίνει ακόμη τις αρμόδιες Αρχές ότι το 2015 δεν εισπράχθηκαν καθόλου πρόστιμα στην Ελλάδα για το κάπνισμα, ούτε προβλέπεται να εισπραχθούν το 2016.
Κρούει επίσης τον κώδωνα του κινδύνου ότι στην Ελλάδα οι άνθρωποι εκτίθενται στο παθητικό κάπνισμα σε εστιατόρια, μπαρ, χώρους εργασίας κ.α. περισσότερο από κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα.
Παράλληλα εκτιμά ότι μόνο το άμεσο (χωρίς το έμμεσο) ετήσιο κόστος του καπνίσματος για το ελληνικό σύστημα υγείας φθάνει στα 3,4 δισεκατομμύρια ευρώ, ξεπερνώντας τα συνολικά έσοδα από τον ΕΝΦΙΑ.
Συνοπτικά, ο κ.Φιλιππίδης επιμένει για την πλήρη απαγόρευση του καπνίσματος στους δημόσιους χώρους, την αύξηση της φορολογίας στα προϊόντα καπνού και την υιοθέτηση των τυποποιημένων πακέτων τσιγάρων στη χώρα μας, μέτρα που, όπως λέει, θα έχουν εξαιρετικά αποτελέσματα, από την πρώτη κιόλας μέρα εφαρμογής τους.
Ο Φίλιππος Φιλιππίδης αποφοίτησε το 2006 από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου πήρε το διδακτορικό του το 2013, με αντικείμενο τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης στους παράγοντες κινδύνου των καρδιαγγειακών νοσημάτων. Έκανε επίσης μεταπτυχιακά, με εξειδίκευση στην επιδημιολογία, στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ των ΗΠΑ. Από τον Απρίλιο του 2015 είναι λέκτορας στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Imperial College του Λονδίνου.
Η έρευνά του αφορά κυρίως στις πολιτικές ελέγχου του καπνίσματος στην Ευρώπη, καθώς και στις συνέπειες των οικονομικών κρίσεων στην υγεία. Έχει δημοσιεύσει δεκάδες εργασίες σε διεθνή συνέδρια και περιοδικά, ενώ το 2015 ήταν υποψήφιος για το βραβείο διδασκαλίας του Imperial College.
Προ ημερών, διεθνής έρευνα με επικεφαλής τον ίδιο, σχετικά με το ηλεκτρονικό τσιγάρο στην Ευρώπη, γνώρισε μεγάλη δημοσιότητα από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης. Όπως λέει, στη χώρα μας περίπου ένας στους δέκα Έλληνες έχει δοκιμάσει ηλεκτρονικό τσιγάρο, ενώ γύρω στο 1% είναι τακτικοί χρήστες. Υπογραμμίζει ότι το ηλεκτρονικό τσιγάρο είναι μάλλον καλύτερο από το παραδοσιακό τσιγάρο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ασφαλές, ενώ η τακτική χρήση του ηλεκτρονικού τσιγάρου συνεπάγεται εθισμό στη νικοτίνη, πράγμα που εν μέρει εξηγεί γιατί οι καπνοβιομηχανίες το έχουν «αγκαλιάσει».
Ακολουθεί το κείμενο της συνέντευξης:
ΕΡ: Πού βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα, όσον αφορά τον έλεγχο του καπνίσματος, σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης;
ΑΠ: Δυστυχώς η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο ποσοστό καπνιστών στην Ευρώπη, με σχεδόν τέσσερις στους δέκα ενήλικες να δηλώνουν καπνιστές. Από αυτό και μόνο καταλαβαίνει κανείς πόσο πίσω βρισκόμαστε ως προς τον έλεγχο του καπνίσματος. Στην κλίμακα ‘Tobacco Control Scale’, η οποία βαθμολογεί τις χώρες, συνυπολογίζοντας όλες τις πολιτικές που σχετίζονται με το κάπνισμα (φορολογία, απαγορεύσεις, διαφήμιση κτλ.), η Ελλάδα ήταν μόλις 29η μεταξύ 34 ευρωπαϊκών χωρών το 2013 και από τότε το πιθανότερο είναι ότι έχουμε κατρακυλήσει ακόμα χαμηλότερα.
ΕΡ: Πώς κρίνετε την αποτελεσματικότητα της κρατικής πολιτικής για τον έλεγχο του καπνίσματος στην Ελλάδα μετά το 2009; Πώς επηρέασε η οικονομική κρίση τις ελληνικές κυβερνήσεις και τις αρμόδιες Αρχές σε αυτό τον τομέα;
ΑΠ: Νομίζω ότι αρχικά υπήρξε μια ειλικρινής προσπάθεια και έγιναν κάποια σημαντικά βήματα, τουλάχιστον σε νομοθετικό επίπεδο. Με τις συνεχείς αλλαγές κυβερνήσεων όμως, γρήγορα χάθηκε η πολιτική βούληση και κάναμε βήματα προς τα πίσω.
Η οικονομική κρίση θα έπρεπε να κινητοποιήσει τις κυβερνήσεις να λάβουν μέτρα εναντίον του καπνίσματος και όχι το αντίθετο. Θεωρώ ότι ο φόβος του πολιτικού κόστους και η επιρροή των καπνοβιομηχανιών έπαιξαν πολύ μεγαλύτερο ρόλο στην οπισθοχώρηση αυτή και αυτό αφορά όλες τις κυβερνήσεις των τελευταίων ετών.
ΕΡ: Είσθε υπέρ μιας ακόμη υψηλότερης φορολογίας στα τσιγάρα και στα άλλα προϊόντα καπνού; Είναι οι υψηλότεροι φόροι αποτελεσματικοί στην μείωση του καπνίσματος;
ΑΠ: Η αύξηση της φορολογίας είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος μείωσης του καπνίσματος, κάτι που έχει αναγνωρίσει με τον πιο επίσημο τρόπο και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας. Όταν τα τσιγάρα ακριβαίνουν, περισσότεροι άνθρωποι κόβουν το κάπνισμα, λιγότεροι νέοι γίνονται καπνιστές, ενώ και οι καπνιστές καπνίζουν λιγότερο.
Υπάρχουν μελέτες ειδικά για την Ελλάδα, που δείχνουν ότι με μια αύξηση του φόρου κατά 2 ευρώ ανά πακέτο, θα είχαμε κάθε χρόνο 1.200 έως 2.400 λιγότερους θανάτους από το κάπνισμα, ενώ το κράτος θα είχε αυξημένα φορολογικά έσοδα κατά 750 εκατομμύρια ευρώ. Αν συνυπολογίσουμε τα τεράστια έξοδα θεραπείας των ασθενειών που οφείλονται στο κάπνισμα, την απώλεια παραγωγικότητας και προφανώς τις χιλιάδες ζωές που θα σωθούν, είναι να απορεί κανείς γιατί δεν έχει γίνει τόσα χρόνια, ειδικά όταν οι κυβερνήσεις αναζητούν συνεχώς τρόπους να αυξήσουν τα έσοδα και να μειώσουν τα έξοδα.
ΕΡ: Πόσο κινδυνεύουν οι παθητικοί καπνιστές στην Ελλάδα;
ΑΠ: Δυστυχώς και σε αυτό το κομμάτι είμαστε τελευταίοι στη Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχουμε το υψηλότερο ποσοστό ανθρώπων που εκτίθενται στο παθητικό κάπνισμα σε εστιατόρια (83%), καφέ/μπαρ (72%) και εργασιακούς χώρους (59%). Υπολογίζεται ότι πάνω από 600 άνθρωποι κάθε χρόνο πεθαίνουν εξαιτίας του παθητικού καπνίσματος. Το νούμερο αυτό μιλάει από μόνο του.
Κι αν οι πελάτες των χώρων εστίασης και διασκέδασης έχουν την επιλογή να μείνουν στο σπίτι τους, οι εργαζόμενοι σε αυτούς τους χώρους, αλλά και κάθε άλλο εργασιακό χώρο, αναγκάζονται να δουλεύουν διακινδυνεύοντας την υγεία τους. Η κατάσταση αυτή αποτελεί όνειδος για την χώρα μας και είναι απορίας άξιο γιατί δεν έχει γίνει ποτέ μια απεργία ή διαμαρτυρία γι’ αυτό το θέμα.
ΕΡ: Τι γίνεται με τα πρόστιμα για το κάπνισμα στην Ελλάδα; Έχουν αποτελεσματικότητα για τη δημόσια υγεία και για τα δημόσια ταμεία;
ΑΠ: Τα πρόστιμα στους παραβάτες είναι αναγκαία, προκειμένου να τηρείται η νομοθεσία. Η απαγόρευση καπνίσματος σε δημόσιους χώρους έχει ευεργετικά αποτελέσματα για τη δημόσια υγεία, αλλά στην Ελλάδα μιλάμε κυρίως θεωρητικά, διότι η εφαρμογή της είναι κατά βάση εθελοντική.
Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2016, το 2015 δεν εισπράχθηκε ούτε ένα ευρώ από πρόστιμα και η πρόβλεψη για το 2016 είναι επίσης μηδέν. Όταν η ίδια η πολιτεία, που ψάχνει χρήματα παντού, δηλώνει ότι δεν σκοπεύει να εισπράξει κανένα πρόστιμο, δηλαδή να τηρήσει το νόμο, τι προσδοκίες μπορούμε να έχουμε; Είναι πραγματικά εξοργιστικό, γιατί το κόστος μετράται σε ανθρώπινες ζωές…
ΕΡ: Υπάρχουν στοιχεία για το συνολικό -άμεσο και έμμεσο- οικονομικό κόστος του καπνίσματος για το δημόσιο σύστημα υγείας της Ελλάδας και τον κρατικό προϋπολογισμό;
ΑΠ: Είναι δύσκολο να υπολογιστεί το συνολικό κόστος, κυρίως το έμμεσο. Το 2011, μια μελέτη της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, στην οποία είχα την τιμή να συμμετέχω, είχε υπολογίσει το άμεσο ετήσιο κόστος για το ελληνικό σύστημα υγείας στα 3,4 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό ιλιγγιώδες, ειδικά στις παρούσες οικονομικές συνθήκες της Ελλάδας. Το ποσό αυτό είναι μεγαλύτερο από τα συνολικά έσοδα από τον ΕΝΦΙΑ!
ΕΡ: Πώς αξιολογείτε την κατάσταση στην Ελλάδα, όσον αφορά το ηλεκτρονικό τσιγάρο;
ΑΠ: Σε πρόσφατη έρευνά μας βρήκαμε ότι περίπου ένας στους δέκα Έλληνες έχει δοκιμάσει ηλεκτρονικό τσιγάρο, ενώ περίπου το 1% είναι τακτικοί χρήστες. Οι περισσότεροι χρήστες το χρησιμοποιούν στην προσπάθειά τους να κόψουν το κάπνισμα, ενώ είναι δημοφιλές κυρίως σε νεότερες ηλικίες.
Ο έλεγχος της αγοράς είναι ατελής, με αποτέλεσμα να μην ξέρουμε ακριβώς ποιά προϊόντα κυκλοφορούν και από ποιούς πωλούνται. Πάντως φαίνεται ότι ο ρυθμός αύξησης της χρήσης ηλεκτρονικού τσιγάρου έχει επιβραδυνθεί, σε σχέση με τα πρώτα χρόνια της κυκλοφορίας του.
ΕΡ: Πόσο ασφαλές είναι το ηλεκτρονικό τσιγάρο; Υπάρχει περίπτωση να αποτελεί βραδυφλεγή βόμβα, που θα δημιουργήσει νέες αρρώστιες στο μέλλον;
ΑΠ: Αυτή είναι μια μεγάλη συζήτηση και δεν υπάρχει μια απάντηση ευρέως αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα. Είναι βέβαιο ότι περιέχει βλαβερές ουσίες, οπότε πιθανώς έχει αρνητικές συνέπειες για την υγεία. Από την άλλη, είναι πιθανότατα πολύ λιγότερο βλαβερό από το παραδοσιακό τσιγάρο. Οπότε, σύμφωνα με τα ως τώρα δεδομένα, είναι μάλλον καλύτερο από το τσιγάρο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ασφαλές.
ΕΡ: Πόσο το ηλεκτρονικό τσιγάρο βοηθά κάποιον να κόψει το κάπνισμα; Μήπως απλώς αποτελεί τον «προθάλαμο» για να αρχίσουν κάποιοι νέοι να καπνίζουν για πρώτη φορά;
ΑΠ: Και ως προς αυτά δεν υπάρχει οριστική απάντηση. Ενδεχομένως να βοηθάει κάποιους καπνιστές να κόψουν το κάπνισμα, αλλά προς το παρόν φαίνεται ότι δεν είναι εξίσου αποτελεσματικό, συγκρινόμενο με καθιερωμένες μεθόδους, όπως τα επιθέματα νικοτίνης ή η φαρμακευτική θεραπεία. Ως προς τους νέους, χρειαζόμαστε περισσότερες μελέτες, αλλά το σίγουρο είναι ότι η τακτική χρήση ηλεκτρονικού τσιγάρου συνεπάγεται εθισμό στη νικοτίνη, αλλά και σημαντικό οικονομικό κόστος, οπότε κάποιος μη καπνιστής έχει μόνο να χάσει δοκιμάζοντας ηλεκτρονικό τσιγάρο.
ΕΡ: Οι μεγάλες καπνοβιομηχανίες πολεμούν το ηλεκτρονικό τσιγάρο ή το έχουν “αγκαλιάσει”;
ΑΠ: Οι καπνοβιομηχανίες, σε αυτή τη φάση, προσπαθούν να μπουν στην αγορά του ηλεκτρονικού τσιγάρου και αναπτύσσουν τα δικά τους προϊόντα. Αυτό είναι και μια πηγή ανησυχίας, διότι έχουν την τεχνογνωσία και τα μέσα να τα προωθήσουν, ιδίως στους νέους, ενώ έχει επίσης αποδειχθεί ότι δεν έχουν ηθικούς φραγμούς ως προς τη δημιουργία και πώληση επιβλαβών προϊόντων, αρκεί να είναι επικερδή.
ΕΡ: Με δυό λόγια, τι θα προτείνατε στην κυβέρνηση και στους πολίτες σε σχέση με το κάπνισμα;
ΑΠ: Η χώρα μας δεσμεύεται από διεθνείς συνθήκες να εφαρμόσει συγκεκριμένα μέτρα. Δεν χρειάζεται να καινοτομήσουμε. Αρκεί να ακολουθήσουμε το παράδειγμα χωρών που το έχουν κάνει στο παρελθόν με επιτυχία. Εφαρμόζοντας απλώς αυτά τα οποία έχουμε δεσμευτεί να κάνουμε, μπορούμε να σώσουμε χιλιάδες συμπολίτες μας κάθε χρόνο και να δώσουμε μια τεράστια ανάσα στην οικονομία της χώρας.
Πλήρης απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους, αύξηση της φορολογίας στα προϊόντα καπνού και υιοθέτηση των τυποποιημένων πακέτων τσιγάρων θα έχουν εξαιρετικά αποτελέσματα, από την πρώτη κιόλας μέρα εφαρμογής τους. Το τσιγάρο σκοτώνει 20.000 ανθρώπους κάθε χρόνο στην Ελλάδα. Κάθε υπουργός Υγείας, κάθε πρωθυπουργός που δεν φρόντισε να ληφθούν ή να εφαρμοστούν αυτά τα μέτρα, είναι υπεύθυνος γι’ αυτούς τους θανάτους και ως τέτοιους θα πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε και οι Έλληνες πολίτες.
ΕΡ: Γενικότερα -εφόσον ήταν και το αντικείμενο της διδακτορικής διατριβής σας- πώς πιστεύετε ότι έχει επηρεάσει η οικονομική κρίση στην Ελλάδα την επιδημιολογία των διαφόρων παραγόντων κινδύνου πέρα από το κάπνισμα (παχυσαρκία, διατροφή, σωματική άσκηση κ.α.);
ΑΠ: Στη διάρκεια της κρίσης και παρά την απουσία σχετικών πολιτικών, το ποσοστό των καπνιστών μειώθηκε, ενώ ταυτόχρονα αυξήθηκε η σωματική δραστηριότητα. Οι λόγοι είναι κυρίως οικονομικοί. Το να μην καπνίζεις ή το να κυκλοφορείς με τα πόδια ή το ποδήλατο, είναι εξαιρετικά συμφέρον όχι μόνο για την υγεία σου, αλλά και για την τσέπη σου.
Αντιθέτως, η διατροφή φαίνεται να έχει χειροτερεύσει, ως ένα βαθμό επίσης εξαιτίας των οικονομικών δυσκολιών. Τα ποσοστά παχυσαρκίας είναι σχετικά σταθερά τα τελευταία χρόνια, αλλά ήταν ήδη υψηλά και πριν την κρίση, οπότε εξακολουθούν να αποτελούν πηγή ανησυχίας για την υγεία του πληθυσμού.