Η φορητή ηλεκτρονική «μύτη», που χρησιμοποιεί νανοσωματίδια χρυσού, ανιχνεύει τις οργανικές πτητικές ουσίες (μόρια) που υπάρχουν στην αναπνοή του ανθρώπου και οι οποίες αποτελούν την χημική «υπογραφή» των δυνητικά επικίνδυνων προκαρκινικών αλλοιώσεων στο στομάχι.
Ένα απλό και φθηνό τεστ αναπνοής θα κάνει διάγνωση κατά πόσο ένας άνθρωπος με γαστρεντερικά προβλήματα κινδυνεύει να εμφανίσει καρκίνο του στομάχου.
Η φορητή ηλεκτρονική «μύτη», που χρησιμοποιεί νανοσωματίδια χρυσού, ανιχνεύει τις οργανικές πτητικές ουσίες (μόρια) που υπάρχουν στην αναπνοή του ανθρώπου και οι οποίες αποτελούν την χημική «υπογραφή» των δυνητικά επικίνδυνων προκαρκινικών αλλοιώσεων στο στομάχι.
Το μη επεμβατικό τεστ, που αποτελεί εναλλακτική λύση σε σχέση με την επεμβατική ενδοσκόπηση, βρίσκεται στο στάδιο της τελειοποίησής του, από ισραηλινούς και λετονούς ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Χοσάμ Χάϊκ του Τμήματος Χημικών Μηχανικών και Νανοτεχνολογίας του Ινστιτούτου Τεχνολογίας του Ισραήλ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο γαστρεντερολογικό περιοδικό Gut, σύμφωνα με το BBC και το Γαλλικό Πρακτορείο.
Θα πρέπει πάντως να γίνουν μεγαλύτερες κλινικές δοκιμές προτού το τεστ εφαρμοστεί ευρέως. Ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη μια μεγάλη δοκιμή στην Ευρώπη.
Αν η έρευνα όντως επιβεβαιώσει την αποτελεσματικότητα του τεστ, τότε η νέα μέθοδος θα βοηθήσει στην έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του στομάχου, πράγμα σημαντικό για την εξέλιξη του ασθενούς, καθώς συνήθως αυτή η μορφή καρκίνου διαγιγνώσκεται αργά, με συνέπεια η προοπτική για τον καρκινοπαθή να έχει επιδεινωθεί.
Βασική αιτία γι’ αυτή την καθυστερημένη διάγνωση είναι ότι συχνά τα συμπτώματα της νόσου (πόνοι στο στομάχι, δυσπεψία κ.α.) μπερδεύονται με παρεμφερή συμπτώματα άλλων παθήσεων.
Στην πρώτη αυτή μικρή κλινική δοκιμή, οι επιστήμονες ανέλυσαν δείγματα αναπνοής από εκατοντάδες ασθενείς, από τους οποίους ορισμένοι είχαν διαγνωσμένο καρκίνο του στομάχου, ενώ οι υπόλοιποι ανησυχητικά συμπτώματα (μερικοί εμφάνιζαν προκαρκινικές αλλοιώσεις).
Το τεστ κατάφερε να διακρίνει αρκετά καλά τα καρκινικά δείγματα από τη μη καρκινικά. Επίσης, είχε ενθαρρυντικά αποτελέσματα στον εντοπισμό των προκαρκινικών αλλοιώσεων και στη διάκριση μεταξύ αυτών που ήσαν χαμηλού και υψηλού κινδύνου για να εξελιχθούν σε καρκίνο. Όμως το τεστ δεν ήταν πάντα ακριβές και μερικοί άνθρωποι διαγνώστηκαν λανθασμένα ότι κινδύνευαν πολύ από καρκίνο, χωρίς αυτό να συμβαίνει πράγματι.