Σε εξέλιξη βρίσκονται κλινικές δοκιμές κατά πόσο η ενδοφλέβια ή από το στόμα λήψη της βιταμίνης C έχει μεγαλύτερη θεραπευτική δράση, ενώ ασαφής παραμένει ακόμη ο μηχανισμός μέσω του οποίου η εν λόγω βιταμίνη καταστρέφει επιλεκτικά τα καρκινικά κύτταρα.
Η βιταμίνη C μπορεί να σκοτώσει κύτταρα καρκίνου του εντέρου που έχουν συγκεκριμένες γενετικές μεταλλάξεις, δείχνει μια νέα έρευνα στις ΗΠΑ, με συμμετοχή δύο ελληνικής καταγωγής επιστημόνων. Μένει να αποδειχθεί κατά πόσο κάτι ανάλογο μπορεί να συμβεί και σε ανθρώπους.
Οι αντικαρκινικές ιδιότητες της βιταμίνης C αποτελούν πηγή επιστημονικής διαμάχης, καθώς διάφορες μελέτες έχουν καταλήξει σε αντικρουόμενα αποτελέσματα, από το 1971 που ο νομπελίστας χημικός Λάϊνους Πόλινγκ μίλησε πρώτος για τις θεραπευτικές ιδιότητες αυτής της βιταμίνης.
Σε εξέλιξη βρίσκονται κλινικές δοκιμές κατά πόσο η ενδοφλέβια ή από το στόμα λήψη της βιταμίνης έχει μεγαλύτερη θεραπευτική δράση, ενώ ασαφής παραμένει ακόμη ο μηχανισμός μέσω του οποίου η εν λόγω βιταμίνη καταστρέφει επιλεκτικά τα καρκινικά κύτταρα.
Η νέα έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Science”, δοκίμασε την αντικαρκινική δράση της βιταμίνης C τόσο σε καλλιέργειες ανθρωπίνων κυττάρων από καρκίνους του εντέρου (οι οποίες έφεραν τις συχνές μεταλλάξεις στα γονίδια KRAS και BRAF), όσο και σε ποντίκια που είχαν στο έντερό τους όγκους με τις ίδιες μεταλλάξεις. Περίπου το 40% των ανθρώπων με καρκίνο του εντέρου φέρουν μετάλλαξη στο γονίδιο KRAS.
Διαπιστώθηκε ότι και στις δύο περιπτώσεις η βιταμίνη, χορηγούμενη σε μεγάλη δοσολογία (ισοδύναμη με την κατανάλωση 300 πορτοκαλιών), ανέστειλε την ανάπτυξη των όγκων, που έγιναν λιγότεροι και μικρότεροι. Οι επιστήμονες αισιοδοξούν ότι πλέον μπορούν να αρχίσουν να μελετούν την ανάπτυξη αντικαρκινικών θεραπειών για ανθρώπους με βάση τη βιταμίνη C.
Σύντομα αναμένονται οι πρώτες κλινικές δοκιμές,καθώς έχει ήδη αποδειχθεί ότι η χορήγηση μεγάλης δόσης βιταμίνης C σε ανθρώπους είναι ασφαλής. Οι ασθενείς θα κάνουν ενέσεις βιταμίνης C κάθε λίγες μέρες επί μερικούς
Στην έρευνα συμμετείχαν ο καθηγητής ογκολογίας Νικόλας Παπαδόπουλος του Αντικαρκινικού Κντρου Κίμελ του Πανεπιστημίου Τζον Χόπκινς στη Βαλτιμόρη και του Κέντρου Λούντβιγκ για τη Γενετική και τη Θεραπεία του Καρκίνουστη Ν.Υόρκη, καθώς επίσης η Ευγενία Γιαννοπούλου, επίκουρος καθηγήτρια του Τμήματος Βιολογικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Σίτι της Νέας Υόρκης.