Θέση μάχης για το νομοσχέδιο που εισάγει θεσμικό πλαίσιο για την λειτουργία μη κρατικών πανεπιστημίων λαμβάνουν τα κοινοβουλευτικά κόμματα καθώς σήμερα στις 10 το πρωί ξεκινά η συζήτηση των σχετικών ρυθμίσεων του Υπουργείου Παιδείας στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής.
Το σχέδιο νόμου “Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου – Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων” περιλαμβάνει συνολικά 205 άρθρα, ένα μέρος των οποίων αφορούν την λειτουργία μη κρατικών παραρτημάτων ξένων ακαδημαϊκών ιδρυμάτων.
Σύμφωνα με τον προγραμματισμό το νομοσχέδιο εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής για συζήτηση και ψήφιση το διήμερο 7 και 8 Μαρτίου.
Ειδικά για το κεφάλαιο Δ’ η συνοδευτική αιτιολογική έκθεση σημειώνει πως με τις διατάξεις “αντιμετωπίζονται για πρώτη φορά κατά τρόπο συνεκτικό επί τη βάσει των σχετικών συνταγματικών επιταγών, ερμηνευόμενων σε συνδυασμό με το ενωσιακό δίκαιο, τα ζητήματα που άπτονται της παροχής υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης στο σύγχρονο και διασυνοριακό πλαίσιο αυξημένης κινητικότητας. Ειδικότερα, θεσπίζεται το νομοθετικό πλαίσιο για την αδειοδότηση της εγκατάστασης και λειτουργίας στην Ελλάδα παραρτημάτων ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της αλλοδαπής υπό τη μορφή Νομικών Προσώπων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (Ν.Π.Π.Ε.), με σκοπό την παροχή υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης και την απονομή τίτλων σπουδών κατά τρόπο σύμφωνο με τον συνταγματικό προορισμό της ανώτατης εκπαίδευσης.
Σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 16 Συντάγματος «5. H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Tα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Kράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους…».
Οι επίμαχες συνταγματικές διατάξεις εισήχθησαν για πρώτη φορά το 1975 στο Σύνταγμα από την Ε’ Αναθεωρητική Βουλή, η δε νομική φύση των πανεπιστημίων ως ν.π.δ.δ. θεσπίστηκε για πρώτη φορά το 1968 με το δικτατορικό Σύνταγμα. Από τα πρακτικά των συζητήσεων του δικτατορικού Υπουργικού Συμβουλίου προκύπτει ότι το στρατιωτικό καθεστώς, προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα πανεπιστημιακά ιδρύματα θα τελούν υπό τον έλεγχό του, ανήγαγε σε συνταγματικό κανόνα τη νομική φύση των πανεπιστημίων ως ν.π.δ.δ., παρότι ορισμένα από αυτά προήλθαν από μη κρατικές/ιδιωτικές πρωτοβουλίες (όπως η Πάντειος Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών Επιστημών, οι Ανώτατες Βιομηχανικές Σχολές Θεσσαλονίκης και Πειραιώς).
Οι διατάξεις του Συντάγματος παρουσιάζουν εξελικτική πορεία, δεν είναι σε καμία περίπτωση στατικές, και επιβάλλεται να ερμηνεύονται δυναμικά, ώστε το Σύνταγμα να προσαρμόζεται στις σύγχρονες μεταβαλλόμενες οικονομικές, κοινωνικές, τεχνολογικές και επιστημονικές εξελίξεις, δηλαδή να προσαρμόζεται το νόημα των συνταγματικών διατάξεων στις μεταβαλλόμενες σύγχρονες πραγματικές και νομικές συνθήκες. Η δυναμική, άλλωστε, ερμηνεία των συνταγματικών διατάξεων πραγματοποιείται μέσω της ιστορικό-εξελικτικής και τελολογικής ερμηνείας τους, λαμβάνοντας υπόψη τις μεταβαλλόμενες συνθήκες στην εθνική, αλλά και στην ενωσιακή έννομη τάξη. Η δυναμική, μάλιστα, ερμηνεία επιφέρει μία «άτυπη» αλλαγή του Συντάγματος, η οποία αντιδιαστέλλεται από την «τυπική» αλλαγή του, η οποία επέρχεται μέσω της διαδικασίας της συνταγματικής αναθεώρησης, με τους όρους που το ίδιο προβλέπει.
Σε αυτό το εξελισσόμενο πλαίσιο, το Συμβούλιο της Επικρατείας, ως ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο, και πυλώνας της ερμηνείας των συνταγματικών διατάξεων υπό το πρίσμα των ενωσιακών αρχών και ελευθεριών, ήδη με σειρά αποφάσεών του, παρά τη γραμματική διατύπωση του συνταγματικού κειμένου, ερμήνευε τελολογικά ενόψει των σύγχρονων δεδομένων την παρ. 4 του άρθρου 16 του Συντάγματος, όταν ετέθη ζήτημα συνταγματικότητας της επιβολής διδάκτρων στα μεταπτυχιακά προγράμματα των ελληνικών δημόσιων πανεπιστημίων (ΣτΕ Ολ. 2411/2012). Ειδικότερα, κρίθηκε ότι όταν ο συντακτικός νομοθέτης θέσπισε με το Σύνταγμα του 1975 το εν λόγω κοινωνικό δικαίωμα και για την ανώτατη εκπαίδευση είχε υπόψη το θεσμικό πλαίσιο και το κόστος λειτουργίας των προπτυχιακών σπουδών ενώ απουσίαζαν από τα ελληνικά πανεπιστήμια οι μεταπτυχιακές σπουδές και το αντίστοιχο θεσμικό πλαίσιο. Ενόψει αυτού, ως προς τις μεταπτυχιακές σπουδές εναπόκειται στην εκτίμηση του κοινού νομοθέτη, να επιβάλλει στους μεταπτυχιακούς φοιτητές δίδακτρα, για την κάλυψη του κόστους λειτουργίας των προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών. Περαιτέρω, τα τελευταία, ιδίως, είκοσι πέντε χρόνια το ΣτΕ καλλιεργεί την εξωστρέφειά του, έχοντας αναπτύξει διάλογο με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) μέσω διατύπωσης προδικαστικών ερωτημάτων και της απάντησης σε αυτά ή μετά από προσφυγές κατά της Ελλάδας.
Ειδικά ως προς την αναγνώριση τίτλων σπουδών της αλλοδαπής, το ΣτΕ, με πιο πρόσφατες τις υπ’ αρ. 178-179/2023 αποφάσεις του, έχει αναγνωρίσει την επαγγελματική ισοδυναμία τίτλων τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης, οι οποίοι χορηγούνται από αρχές κρατών-μελών, ορισθείσες ως αρμόδιες από τη νομοθεσία του οικείου κράτους-μέλους, που πιστοποιούν πτυχίο πρώτου κύκλου σπουδών. Η δυνατότητα δε αυτή αναγνώρισης της «επαγγελματικής ισοδυναμίας» των τίτλων παρέχεται ακόμη και όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της οδηγίας 2005/36/ΕΚ. Με τα δεδομένα αυτά το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει δεχθεί ότι, υπό το πρίσμα του ενωσιακού δικαίου, η ως άνω αναγνώριση δεν αντίκειται στο άρθρο 16 παρ. 5 και 8 του Συντάγματος, μεταβάλλοντας με τον τρόπο αυτό την παλαιότερη απόλυτη ερμηνεία των άνω συνταγματικών διατάξεων. Ως εκ τούτου, το Σύνταγμα, αναντίρρητα, αποτελεί ένα ζωντανό εργαλείο («living instrument»), το οποίο εξελίσσεται διαρκώς και πρέπει να ερμηνεύεται δυναμικά, ιδίως εντός του πλαισίου του δικαίου της Ε.Ε., με αποτέλεσμα κανόνες του δικαίου της Ε.Ε. να επανακαθορίζουν το νόημα και το περιεχόμενο ορισμένων διατάξεων του Συντάγματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί επίσης η παρ. 4 του άρθρου 4 του Συντάγματος που ορίζει ότι μόνο Έλληνες πολίτες είναι δεκτοί σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες, εκτός από τις εξαιρέσεις που εισάγονται με ειδικό νόμο, το οποίο ερμηνεύεται σε συνδυασμό με το άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΟΚ, με συνέπεια να επιτρέπεται σε πολίτες των άλλων κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως να διορίζονται σε θέσεις δημοσίων υπηρεσιών, ν.π.δ.δ. ή οργανισμών και επιχειρήσεων υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και διαδικασίες που προβλέπονται για τους Έλληνες πολίτες, με εξαίρεση την προϋπόθεση της ελληνικής ιθαγένειας (ΣτΕ ΠΕ 522/2001 κ.ά.).