Γιατί τα παιδιά παίζουν; Επειδή είναι στην φύση τους, θα απαντούσε κανείς. Γιατί όμως η φύση θέλει τα παιδιά να παίζουν;
Το παιχνίδι είναι το μέσο της φύσης για να εξασφαλίσει ότι το παιδί θα αποκτήσει όλες τις δεξιότητες που πρέπει να αποκτηθούν για να μεταβεί επιτυχώς στην ενηλικίωση. Μέσα από το ελεύθερο παιχνίδι το παιδί δυναμώνει το σώμα του, αναπτύσσοντας παράλληλα την δεξιότητα του προσανατολισμού, καλλιεργεί την φυσική του τάση για εξερεύνηση μέσω της οποίας ανακαλύπτει τον κόσμο. Χτίζει τις κοινωνικές και συναισθηματικές του δεξιότητες μαθαίνοντας να συνεργάζεται ενώ παράλληλα να κατευνάζει τις εγωκεντρικές του παρορμήσεις. Παίζοντας του δίνεται η δυνατότητα να σκέφτεται πράγματα που δεν είναι μπροστά του εκείνη την στιγμή, τρέφοντας την φαντασία που αποτελεί την πρώτη βάση αυτού που αποκαλούμε νοημοσύνη. Το παιχνίδι διδάσκει ένα ακόμα σημαντικό πράγμα στο παιδί και αυτό είναι να χαίρεται την ζωή,αντιλαμβανόμενο πως ο κόσμος δεν είναι τόσο άσχημος και καταθλιπτικός όσο μπορεί να φαίνεται.
Ερευνητές ανθρωπολόγοι μελέτησαν την συμπεριφορά ζώων που είχαν στερηθεί την δυνατότητα του παιχνιδιού όσο αναπτύσσονταν. Τα ζώα αυτά εκτός του ότι βρέθηκαν να είναι κοινωνικά και συναισθηματικά ανάπηρα, παρουσίαζαν φοβικές αντιδράσεις όταν βρίσκονταν με άλλα ζώα, δεν εξερευνούσαν το περιβάλλον τους, ενώ όταν εκτίθεντο σε επικίνδυνες καταστάσεις πάγωναν από τον φόβο τους ή έτρεχαν να κρυφτούν. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι τα ζώα με τον μεγαλύτερο εγκέφαλο είναι τα ζώα που παίζουν περισσότερο. Ο αναπτυσσόμενος άνθρωπος σε περιπτώσεις που του δίνεται η δυνατότητα, παίζει πιο πολύ από κάθε άλλο ζώο.
Παρ’ όλα αυτά ο άνθρωπος και συγκεκριμένα το παιδί είναι αυτό που στερείτε το παιχνίδι περισσότερο από κάθε άλλο πλάσμα. Αυτό συμβαίνει σήμερα περισσότερο από ότι σε κάθε άλλη εποχή. Πριν 50-60 χρόνια το παιχνίδι ήταν ελεύθερο, άπλετο και αυτοκαθοδηγούμενο και οι συναισθηματικές και ψυχικές διαταραχές 5 έως 8 φορές σπανιότερες απ’ ότι είναι σήμερα. Αυτό συμβαίνει αφ ‘ενός γιατί ο όγκος και η απαιτήσεις του σημερινού σχολείου είναι τεράστιες, υποβαθμίζοντας την αξία του παιχνιδιού και αφήνοντας ελάχιστο χρόνο γι’ αυτό και αφ’ εταίρου διότι οι γονείς σκεπτόμενοι όλους τους πιθανούς κινδύνους που φυτεύονται στο μυαλό τους από την κοινωνία και τους ειδικούς, για το τί μπορεί να αντιμετωπίσει το παιδί έξω από το σπίτι, δεν το αφήνουν συνήθως να παίζει χωρίς την στενή επίβλεψη κάποιου ενήλικα. Και είναι όταν η επίβλεψη χαλαρώνει ή καλύτερα απουσιάζει τελείως, που το παιχνίδι θα δώσει στο παιδί όλα του τα ουσιαστικά δώρα και οφέλη.
Πολλοί γονείς καταλαβαίνουν ότι οι ανησυχίες τους μπορεί να ναι υπερβολικές, μα όταν μπαίνει ο φόβος στο μυαλό μας είναι δύσκολο να βγει. Το παιχνίδι στην αυλή και στην πιλοτή, δηλαδή το πραγματικά ελεύθερο παιχνίδι γίνεται όλο και λιγότερο ελκυστικό και δημοφιλές εφόσον όλο και λιγότερα παιδιά παίζουν εκεί, ενώ όσα από αυτά το δοκιμάζουν ακόμα, απογοητεύονται από την μικρή προσέλευση και γυρίζουν αποκαρδιωμένα στην θαλπωρή των διαμερισμάτων τους και του playstation.. Όσο όμως ερημώνουν οι γειτονιές, τόσο πιο επικίνδυνο γίνεται το παιχνίδι σ’ αυτές, με τον φαύλο κύκλο να μεγαλώνει σε βάρος του ελεύθερου παιχνιδιού.
Η φύση του σημερινού σχολείου επίσης, είναι ενάντια στην φύση του παιδιού. Του ζητάει να μένει ακίνητο σε μία καρέκλα ενώ το σώμα του φωνάζει για το αντίθετο, του ζητάει να λαμβάνει αποστειρωμένες πληροφορίες από τον δάσκαλο, ενώ η φύση του λέει να εξερευνήσει τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις έξω από την τάξη, εκεί που τρέφεται στ’ αλήθεια η περιέργεια.
Τις πέντε τελευταίες δεκαετίες, ενώ ο κόσμος μπορεί να γίνεται καλύτερος από πολλές απόψεις, γίνεται χειρότερος όσον αφορά το παιχνίδι. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τεράστια αύξηση των ποσοστών παιδικής κατάθλιψης, αγχώδους διαταραχής και άλλως σοβαρών ψυχικών διαταραχών της παιδικής ηλικίας. Τα ποσοστά των αυτοκτονιών στους εφήβους δείχνουν να έχουν διπλασιαστεί ενώ αντιθέτως, στα σταθμισμένα τεστ, τα παιδιά σκοράρουν πολύ χαμηλά στο αίσθημα ελέγχου καταστάσεων της ζωής τους, νούμερο ένα λόγος αύξησης των επίπεδων άγχους και κατάθλιψης. Παράλληλα, τα ποσοστά της δημιουργικής σκέψης και αυτενέργειας είναι πολύ πεσμένα, σχεδόν υποδιπλασιασμένα σε σχέση με το 1980.
Όταν περιορίζουμε το παιχνίδι στα παιδιά μας, είναι καλό να σκεφτόμαστε τι στην ουσία τους στερούμε. Μέσα από το παιχνίδι το παιδί μαθαίνει να σχετίζεται με τους συνομήλικους του, γίνεται δημιουργικό και πρωτοπόρο, μαθαίνει να ξεπερνά τον ναρκισσισμό του, να εξασκεί την άμιλλα, την συμπόνια και την περιέργεια. Αν του στερήσουμε το παιχνίδι, όλες αυτές οι καλές ποιότητες θα μειωθούν με πιθανότητα να δώσουν την θέση τους σε ψυχικές διαταραχές και συμπλέγματα.
Το παιχνίδι είναι ο τρόπος της φύσης να διδάξει στο παιδί δεξιότητες ζωής. Η κοινωνία φωνάζει για περισσότερο σχολείο και λιγότερο παιχνίδι, χωρίς να συνυπολογίζει το κόστος στην συναισθηματική και ψυχική του υγεία. Το παιχνίδι εξυπηρετεί και αυτό έναν σοβαρότατο εκπαιδευτικό σκοπό, ενώ το παιδί εκπαιδεύεται ακούσια, παίζοντας απλά για την χαρά του παιχνιδιού και κανενός άλλου πράγματος. Οι γονείς είναι καλό να αναγνωρίσουν ότι όντως αποτελεί πρόβλημα η μείωση της ποσότητας και της ποιότητας του ελεύθερου παιχνιδιού και να κινητοποιηθούν ώστε να ξαναφέρουν το παιχνίδι στις γειτονιές τους.
*Μαριλίζα Χιώτη Παιδοψυχολόγος MSc