Η ιταλογαλλική συμφωνία θα υπογραφεί σχεδόν 60 χρόνια μετά τη Συνθήκη των Ηλυσίων που υπέγραψαν ο Σαρλ Ντε Γκωλ και ο Κόνραντ Αντενάουερ
Το ευρωπαϊκό αντίβαρο στην Γερμανία της μετά – Μέρκελ εποχής;
Το χρονικό πλαίσιο για την ιστορική “Συνθήκη του Κουιρινάλε”, όπως ονομάζεται το σύμφωνο ανάμεσα σε Παρίσι και Ρώμη, καθώς θα υπογραφεί στο Παλάτσο ντελ Κουιρινάλε, την επίσημη προεδρική κατοικία της Ιταλίας, μοιάζει ως ιδανικό. Και φυσικά από μια τέτοια συμφωνία δεν λείπουν οι συμβολισμοί.
Το Παλάτσο ντελ Κουιρινάλε που χτίστηκε το 1583 κατ΄εντολή του Πάπα Γρηγόριου ΙΓ και στέγασε τριάντα πάπες, τέσσερις βασιλείς και έντεκα προέδρους της Ιταλικής Δημοκρατίας, αποτελούσε τον στόχο του Μεγάλου Ναπολέοντα ο οποίος σκόπευε να το χρησιμοποιήσει ως κατοικία του μετά την κατάληψη της Ρώμης, κάτι που φυσικά δεν συνέβη ποτέ, λόγω της γαλλικής ήττας το 1814. Επιπλέον η ιταλογαλλική συμφωνία θα υπογραφεί σχεδόν 60 χρόνια μετά τη Συνθήκη των Ηλυσίων που υπέγραψαν ο Σαρλ Ντε Γκωλ και ο Κόνραντ Αντενάουερ, η οποία έδωσε νέα ώθηση στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Οι δύο ευρωπαϊκές χώρες ανατολικά και δυτικά των Άλπεων, προσπαθούν να αφήσουν πίσω τους τις έντονες διαμάχες των τελευταίων ετών, σε πλείστους τομείς, όπως το μεταναστευτικό, η ενεργειακή και εξωτερική πολιτική, ιδίως στη Λιβύη όπου έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα και να αλλάξουν τις ισορροπίες σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, τόσο μετά την αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας από αυτήν, όσο και μετά την αλλαγή σκυτάλης στην εσωτερική πολιτική της Γερμανίας και λιγότερο από δύο μήνες πριν η Γαλλία αναλάβει, εν μέσω προεκλογικής περιόδου, την εκ περιτροπής προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ. Ειδικότερα, ο Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι θέλει να αναπτύξει μια στενότερη σχέση με το Παρίσι για να διαδραματίσει πιο ενεργό ρόλο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς εκτιμά ότι η Γερμανία, στην μετά – Μέρκελ εποχή, αναμένεται να επικεντρωθεί περισσότερο στην εσωτερική πολιτική. Παρίσι και Ρώμη μοιράζονται επίσης κοινές θέσεις για τα ζητήματα της αλλαγής των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ ώστε οι υπερχρεωμένες χώρες της ΕΕ να μπορούν να έχουν περισσότερα περιθώρια για επενδύσεις για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας.
Και οι δύο πλευρές ευελπιστούν ότι νέα αυτή συνθήκη θα μειώσει στο ελάχιστο τις διαφωνίες και τις εντάσεις Παρισίων και Ρώμης, οι οποίες έφθασαν στην κορύφωσή τους το 2019, όταν ο τότε Αντιπρόεδρος της ιταλικής κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών Λουίτζι Ντι Μάιο συναντήθηκε στη Γαλλία με έναν εκ των “ηγετών” του κινήματος των “κίτρινων γιλέκων”, με αποτέλεσμα το Παρίσι να ανακαλέσει τον πρεσβευτή του στη Ρώμη, πυροδοτώντας την πιο σοβαρή διπλωματική κρίση μεταξύ των δύο γειτόνων από το 1945.
Τα αγκάθια ανάμεσα σε Παρίσι και Ρώμη
Μέσα από εξήντα σελίδες η Συνθήκη του Κουιρινάλε «θα προωθεί την σύγκλιση των γαλλικών και ιταλικών θέσεων, όπως και τη συνεργασία των δύο κρατών σε θέματα Ευρώπης και εξωτερικής πολιτικής, στην ασφάλεια και την άμυνα, τη μεταναστευτική πολιτική, την οικονομία, την παιδεία, την έρευνα, την κουλτούρα και τη διασυνοριακή συνεργασία». Επίσης θα αναφέρει ότι το Παρίσι και η Ρώμη θα πρέπει να συντονίζουν τις θέσεις τους πριν από τις Συνόδους Κορυφής της ΕΕ (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο) και να προσπαθούν να καταλήξουν σε μια κοινή θέση, κάτι που ήδη συμβαίνει ανάμεσα σε Παρίσι και Βερολίνο, αλλά και σε άλλες εσωτερικές ευρωπαϊκές συμμαχίες (Benelux, Visegrád)
Το προσχέδιο της συνθήκης περιλαμβάνει επίσης μια δέσμευση για την ενίσχυση της αμυντικής στρατηγικής της ΕΕ, ένα μεγάλο σχέδιο του προέδρου Μακρόν που θα ενισχύει την λεγόμενη ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία. Ωστόσο οι επιφυλάξεις, ειδικά στον τομέα της στρατιωτικής και αμυντικής συνεργασίας παραμένουν και στις δύο πλευρές των Άλπεων. Η αποτυχημένη εξαγορά των γαλλικών ναυπηγείων Chantiers de l’Atlantique από την ιταλική Fincantieri τον περασμένο Ιανουάριο και οι ενστάσεις που προβάλλονται από ορισμένους επιχειρηματικούς κύκλους στην Ιταλία αναφορικά με την προσπάθεια του γαλλο – γερμανικού αμυντικού ομίλου KNDS να εξαγοράσει μερικές θυγατρικές μονάδες του ιταλικού αμυντικού κολοσσού Leonardo, με σκοπό την κατασκευή του ευρωπαϊκού άρματος μάχης νέας γενιάς, δείχνουν ότι οι γαλλο – ιταλικός ανταγωνισμός είναι ακόμα υπαρκτός.