Πολιτική

Μανιφέστο Λοβέρδου: Το ΠΑΣΟΚ πρέπει να γίνει και πάλι δύναμη εξουσίας

Με αιχμές κατά της Φώφης Γεννηματά παρουσίασε τις θέσεις του σε εκδήλωση της Κίνησης «Δυναμική Κοινωνία»- Χαρακτήρισε το ΠΑΣΟΚ «συνέχεια»  του Χαριλάου Τρικούπη και του Ελευθέριου Βενιζέλου, ως του Ανδρέα  Παπανδρέου και του Κώστα Σημίτη

Το «μανιφέστο» του- ενόψει του επίσημου καλέσματος που προγραμματίζει για τις επόμενες εβδομάδες- παρουσίασε πριν από λίγο ο Ανδρέας Λοβέρδος.

Ο βουλευτής του Κινήματος Αλλαγής– που έχει ήδη ανακοινώσει ότι θα διεκδικήσει την ηγεσία του κόμματος- μιλώντας σε εκδήλωση που διοργάνωσε ο επικεφαλής της Κίνησης «Δυναμική Κοινωνία» του Θόδωρου  Παπαθεοδώρου επιχείρησε να περιγράψει το πολιτικό και ιδεολογικό στίγμα της υποψηφιότητάς του και της στάσης του απέναντι στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ. «Η ΝΔ είναι ο ιδεολογικός μας αντίπαλος και ο ΣΥΡΙΖΑ ο υπαρξιακός», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Λοβέρδος αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν μπορεί υπό την ηγεσία του να γίνει συζήτηση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Αναφερόμενος στο ΠΑΣΟΚ και το ΚΙΝΑΛ του σήμερα, ο κ. Λοβέρδος άφησε σοβαρές αιχμές εναντίον της Φώφης Γεννηματά και επανέλαβε τον στόχο του υπερδιπλασιασμού του εκλογικού ποσοστού του κόμματος.

«Το ΠΑΣΟΚ, για να μετατραπεί σε πραγματικό Κίνημα Αλλαγής, πρέπει να γίνει και πάλι δύναμη εξουσίας, δηλαδή να υπερδιπλασιάσει σε πρώτη φάση τις δυνάμεις του. Όποιος αγνοεί το ρόλο και την ισχύ του πολιτικού μεγέθους, ή δεν μπορεί να τον κατακτήσει, τότε δεν προσφέρει χρήσιμες υπηρεσίες στην κοινή μας υπόθεση», υποστήριξε το κορυφαίο στέλεχος του κόμματος και προσπάθησε να γεφυρώσει το πολιτικό-ιδεολογικό στίγμα της υποψηφιότητάς του με ένα «δια ταύτα» λέγοντας: «Πρέπει να μετασχηματίσουμε το κόμμα της σοσιαλδημοκρατίας, της Κεντροαριστεράς και του Κέντρου, το ΠΑΣΟΚ. Το πατριωτικό αυτό πολιτικό κόμμα, που οφείλει να αντιληφθεί κυριολεκτικά τη σημασία που έχουν για τους πολίτες τα κομβικότατα θέματα της ασφάλειας και της μετανάστευσης, για τα οποία θα πρέπει να αλλάξει πολιτική προσέγγιση. Το κόμμα αυτό προς το παρόν θα ασκεί καθήκοντα μεταρρυθμιστικής αντιπολίτευσης, που θα διαπνέεται από λαϊκότητα και όχι λαϊκισμό, και θα μετατρέπεται γρήγορα και πάλι σε δύναμη εξουσίας, αρθρώνοντας πρόταση εξουσίας χωρίς τους ετεροπροσδιορισμούς από τους οποίους σήμερα υποφέρει».

Στο τέλος της ομιλίας του ο κ. Λοβέρδος προανήγγειλε μεγάλη εκδήλωση με πρωτοβουλία του- ίσως τον επόμενο μήνα και πάντως όχι νωρίτερα από την περίοδο έξαρσης της πανδημίας- Έκανε λόγο για κάλεσμα «σε όλους και όλες που έζησαν, στήριξαν, βοήθησαν το ΠΑ.ΣΟ.Κ. από υπεύθυνες θέσεις» και το συνέδεσε επί της ουσίας με το προσκλητήριο για την στήριξη της υποψηφιότητάς του και την έναρξη της προεκλογικής του εκστρατείας.

Νωρίτερα ο Ανδρέας Λοβέρδος ανέλυσε βασικές πτυχές του μανιφέστου του και αναφέρθηκε στην «ιστορική ορίζουσα» του χώρου από την εποχή του Χαριλάου Τρικούπη και του  Ελευθέριου Βενιζέλου φτάνοντας μέχρι την περίοδο του Κώστα Σημίτη. Όπως επεσήμανε μεταξύ άλλων:

-Είμαι απολύτως βέβαιος, πως η ιστορική ορίζουσα παράγει σαφή πολιτική οριοθέτηση, παράγει διαφορές και διακρίσεις, προσδιορίζει με ένταση και ακρίβεια τα πολιτικά υποκείμενα. Εμείς του ΠΑΣΟΚ είμαστε συνέχεια των κομμάτων του Χαριλάου Τρικούπη, του Ελευθερίου Βενιζέλου, του Γεωργίου Παπανδρέου, του Ανδρέα  Παπανδρέου, του Κώστα  Σημίτη. Είμαστε η Δημοκρατική Παράταξη του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς. Τα πρόσωπα αυτά χάραξαν με σαφήνεια τα όρια ανάμεσα τόσο στον ιδεολογικό μας αντίπαλο τη ΝΔ, όσο και στον υπαρξιακό μας αντίπαλο, τον ΣΥΡΙΖΑ. Ρωτήστε έναν έντιμο κι όχι καιροσκόπο αριστερό και έναν αντίστοιχο δεξιό ποια είναι η γνώμη τους για τα πρόσωπα αυτά και η απάντηση θα είναι ξεκάθαρη. Άλλωστε είναι απολύτως σαφές, πως η απόπειρα καπηλείας της Ιστορίας εκθέτει τελικά τους ίδιους τους κάπηλους.

Φίλες και φίλοι,

Ας προσδιορίσουμε, όμως, τώρα, τις παρούσες πολιτικές ορίζουσες της σοσιαλδημοκρατίας. Πρωτεύον στοιχείο της σοσιαλδημοκρατίας είναι η ίδια η Δημοκρατία, το κράτος δικαίου, οι συνταγματικές εγγυήσεις λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα πιστεύει στην Δημοκρατία και συνδέει άρρηκτα με αυτήν τις αγωνίες του και τους αγώνες του για κοινωνική αναδιανομή του πλούτου, για αλληλεγγύη, για την εξισορρόπηση της ελευθερίας και της ισότητας. Για να γίνω τελείως κατανοητός: ο Μεταξάς μπορεί να έβαλε τις βάσεις του ΙΚΑ, ήταν όμως ένας σκληρός δικτάτορας.

Αξιοποιώ ευθύς αμέσως το δημοκρατικό κριτήριο του πολιτικού μας αυτοπροσδιορισμού για να καταλήξω στο συμπέρασμα, πως από το 1959 και το περίφημο συνέδριο του SPD (Bad Godesberg) ο χώρος μας διακρίθηκε απολύτως από τα κομμουνιστικά κόμματα. Στην Ελλάδα βέβαια αυτό είχε συμβεί από την εποχή του Ελευθέριου Βενιζέλου. Το κριτήριο αυτό, το δημοκρατικό κριτήριο, μας διακρίνει σαφώς από τον υπαρξιακό μας αντίπαλο, τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος και με τις κυβερνητικές του πρακτικές ξεκαθάρισε, αλλά και σήμερα με κάθε επισημότητα αποκρούει τις βασικές αρχές λειτουργίας της Δημοκρατίας, όπως η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, η ανεξαρτησία των ίδιων των ανεξάρτητων αρχών, η ανεξαρτησία της Τράπεζας της Ελλάδας. Και γενικότερα το κόμμα αυτό, αποκαλεί όλες τις θεσμικές εγγυήσεις της Δημοκρατίας ως αρμούς εξουσίας, που θα καταλάμβανε εάν ερχόταν και πάλι στην εξουσία.

Χωρίς τα πρωτεία της Δημοκρατίας λοιπόν, δεν υπάρχει σοσιαλδημοκρατική θεώρηση της πολιτικής. Οι θωπείες κοινωνικής αλληλεγγύης, δίχως το δημοκρατικό κριτήριο, ως πρωτεύον κριτήριο είναι απλώς λαϊκισμός.

Κοινωνιστές ή ψευδοκοινωνιστές εντοπίζονται σε όλα τα πλάτη και τα μήκη των πολιτικών συστημάτων, αριστερά και δεξιά, δίχως όμως τις δημοκρατικές αρχές ως πρωτεύουσες αρχές, δεν θα ανήκουν ποτέ στο χώρο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Δάσκαλός μας ως προς αυτό παραμένει ο γάλλος σοσιαλιστής των αρχών του 20ου αιώνα, Jean Jaures με το συγγραφικό του έργο που μας άφησε.

Φίλες και φίλοι,

Με τον ιδεολογικό μας αντίπαλο, τη ΝΔ σήμερα, τις συντηρητικές και δεξιές πολιτικές δυνάμεις, συναντιώμαστε στις βασικές συνταγματικές, αστικοδημοκρατικές αρχές και αξίες, στον καλώς εννοούμενο συνταγματικό ωφελιμισμό: να ζούμε δημοκρατικά, να ζούμε ελεύθεροι, να προστατεύεται η οικονομική μας ελευθερία, να είναι στόχος η ευημερία μας. Συναντιώμαστε με άλλα λόγια, γιατί μας διαπνέει ένας κοινός συνταγματικός ρεαλισμός.

Παράλληλα, όμως, η δική μας οπτική, η σοσιαλδημοκρατική οπτική, είναι η πιο σύνθετη και δύσκολη στην εσωτερική της ισορροπία πολιτική οπτική, σε σχέση με αυτές που προσφέρονται στον σύγχρονο πολίτη. Ο δικός μας πολιτικός χώρος, το δικό μας πολιτικό κόμμα, το ΠΑΣΟΚ, που θέλουμε να μετατραπεί σε μια πραγματική δύναμη εξουσίας, σε ένα πραγματικό Κίνημα Αλλαγής, σηκώνει στις πλάτες του δύο σταυρούς: αυτόν της αποτελεσματικότητας του δημόσιου χώρου σε συνθήκες Δημοκρατίας αφενός, αλλά και αφετέρου εκείνον της στήριξης των αδυνάτων, της προστασίας των δημόσιων αγαθών, της κοινωνικής αλληλεγγύης, των πολύπλευρων πολιτικών αναδιανομής.

Και ταυτόχρονα, ως πολίτες της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας έχουμε συνειδητοποιήσει, πως όλα τα προηγούμενα αγαθά προστατεύονται κατά το δυνατόν πληρέστερα, όταν λειτουργεί παραγωγικά η ιδιωτική οικονομία-πρωτοβουλία, από την οποία προφανώς παράγονται οι πόροι προς αναδιανομή. Κι επί πλέον, βασική συνιστώσα της πολιτικής μας συγκρότησης αποτελεί η αρχή, πως στην εκπλήρωση του στόχου μας για ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες κεντρικό ρόλο διαδραματίζει το συνδικαλιστικό κίνημα. Αρνούμαστε με άλλα λόγια κατηγορηματικά, π.χ. πως η υγεία των ανθρώπων αποτελεί ένα ζήτημα προσφοράς και ζήτησης. Και υποστηρίζουμε με ένταση, πως είναι υποχρέωση του κράτους να την παρέχει όσο μπορεί καλύτερα. Η πανδημία δικαίωσε πανηγυρικά την καταστατική μας επιλογή αυτή. Η υγεία, με άλλα λόγια, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα δημόσια αγαθά, τα οποία οφείλει να παρέχει το κράτος μέσα από θεσμούς και λειτουργίες, που θα πρέπει να στηρίζονται στην αξιοκρατία, στη διαρκή αξιολόγηση και οπωσδήποτε στις νέες τεχνολογίες.

Ακριβώς τα ίδια ισχύουν προφανώς και για την παιδεία και την εκπαίδευση. Για την παιδεία ειδικότερα θέλω να επισημάνω, πως δυστυχώς είμαστε υποχρεωμένοι να τονίζουμε σε κάθε σχετική μας αναφορά, ότι αρνούμαστε κατηγορηματικά σε κάθε βίαιη μειοψηφία τη δυνατότητά της να περιορίζει την άσκηση κάθε είδους δικαιώματος και ελευθερίας στους πανεπιστημιακούς χώρους, γιατί περί αυτού πρόκειται.

Επειδή, ωστόσο, κάνω λόγο για δημόσια αγαθά και συνεπώς για τα αντίστοιχα δικαιώματα, επιβάλλεται να καταθέσω και την άποψή μου για την οφειλόμενη διαφοροποίηση του πολιτικού μας χώρου από τους λεγόμενους δικαιωματιστές. Αυτό που μας χωρίζει από τον λεγόμενο δικαιωματισμό, είναι πως ως έμπειρος πολιτικός χώρος έχουμε αφομοιώσει ότι πρωτεύον καθήκον κάθε πολίτη είναι η ανταπόκριση και στις υποχρεώσεις του.

Σπεύδω, τώρα, να αναφέρω πως η δική μας, η σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση για τα βασικά δημόσια αγαθά, την υγεία και την παιδεία, δεν σημαίνει πως αποκλείουμε την ιδιωτική πρωτοβουλία από τους τομείς αυτούς. Αντίθετα, οριοθετούμε τη λειτουργία και αυτών των τελευταίων και φροντίζουμε για την αρτιότερη σύνδεσή τους με τις αντίστοιχες λειτουργίες του Δημοσίου.

Η ΝΔ στα δύο χρόνια που κυβερνά τον τόπο, αλλά και στις προηγούμενες μεταπολιτευτικές κυβερνητικές και αντιπολιτευτικές της θητείες έχει αποδείξει, πως ο εκ μέρους της σεβασμός των δημόσιων αγαθών προκύπτει από την πίεση των πραγμάτων και όχι από το σεβασμό στις σχετικές πολιτικές αρχές και αξίες. Θυμίζω πως δεν ψήφισε στην Βουλή το ΕΣΥ, δεν ψήφισε τον ΕΟΠΥΥ, δεν αντέδρασε υπέρ της θωράκισης του ΕΣΥ αμέσως μετά το τέλος του πρώτου κύματος της πανδημίας, παρά τη δημοσιονομική χαλάρωση δεν αναγνώρισε στους νοσηλευτές την ιδιότητα των βαρέως και σε ανθυγιεινές συνθήκες εργαζομένων, δεν θέσπισε σύστημα αξιολόγησης σε κανέναν τομέα του Δημοσίου, ενώ υπηρετεί κατά γράμμα τις επιταγές της κρατικής γραφειοκρατίας, μετατρεπόμενη ενίοτε σε εκπρόσωπο Τύπου των μηνυμάτων της.

Κατά βάση η ΝΔ, ως κόμμα των ελίτ, υποτιμά στην πράξη τα δημόσια αγαθά, για τα οποία κάνουμε εδώ λόγο. Κι ακριβώς σε αυτό το σημείο υπάρχει σοβαρότατη διαφορά ανάμεσα σε εμάς και το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Η Νέα Δημοκρατία δεν σκέπτεται, δεν μέριμνα, δεν θέλει και τελικά δεν μπορεί να εκφράσει τα λαϊκά στρώματα.

Κι ακόμη, η ΝΔ απλώς ισχυρίζεται πως κάνει μεταρρυθμίσεις. Στην πράξη, όμως, και σε κρίσιμα θέματα, οι μεταρρυθμίσεις βρίσκονται μόνο στον τίτλο των νομοσχεδίων και των πολιτικών της και όχι στο περιεχόμενό τους. Μνημονεύω εδώ εντελώς ενδεικτικά την αλλαγή του νομικού πλαισίου για το περιβάλλον ως προς τη δόμηση εκτός σχεδίου πόλεως, τη δήθεν συντόμευση των διαδικασιών υπογραφής των δημοσίων συμβάσεων, το νέο οργανισμό του υπουργείου Εξωτερικών κλπ,

Για μας, όμως, το βασικό μας πρόταγμα διαμορφώνεται ως εξής: αγωνιζόμαστε ώστε μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβερνητική εξουσία να λαμβάνει αποτελεσματικές αποφάσεις με αναπτυξιακό και κοινωνικό πρόσημο. Και αντιλαμβανόμαστε την ανάπτυξη με την πιο σύγχρονη θεώρησή της, την ολιστική, στην οποία πλέον συμπεριλαμβάνεται στα μετρήσιμα αγαθά και η ευτυχία των ανθρώπων, ένα μέγεθος το άκουσμα του οποίου στην Ελλάδα σήμερα ακόμη ίσως ξενίζει, όμως εδώ και καιρό καταγράφεται σε ετήσιες εκθέσεις του ΟΗΕ ( οικονομικά της ευζωίας, wellbeing economics).

Κι ακόμη: σήμερα στην Ελλάδα, μετά την λαίλαπα της οικονομικής κρίσης και εν μέσω πανδημίας διαμορφώνεται μια μεγάλη πλειοψηφία πολιτών που απαιτεί από τους πολιτικούς μετριοπάθεια και αποτελεσματικότητα. Δηλαδή διαχειριστική επάρκεια. Κι εμείς ως κόμμα που άλλαξε την Ελλάδα, που δημιούργησε τη σύγχρονη Ελλάδα, οφείλουμε να μην εγκαταλείψουμε αυτή την πλειοψηφία των πολιτών. Σε αυτή τη λογική και σε αυτό το πνεύμα πρέπει να αντιστοιχηθούμε. Θα αντιστοιχηθούμε λοιπόν και έτσι θα υπερδιπλασιάσουμε τις δυνάμεις μας.

Τέλος, πρωτεύοντα ρόλο στην ύπαρξη ή μη ενός αποτελεσματικού και σημαντικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος είναι το μέγεθός του. Όσο χρήσιμες κι αν είναι οι προτάσεις του, αν το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα έχει περιορισμένη πειστικότητα και συνεπώς περιορισμένα εκλογικά ποσοστά, δεν καταφέρνει να μετατραπεί σε μεγάλο κόμμα, αλλά ούτε και επιθυμεί να συγκυβερνά, τότε εξ αντικειμένου μετατρέπεται όχι σε ένα άχρηστο, αλλά πάντως σε ένα αχρείαστο κόμμα του κάθε φορά συγκεκριμένου πολιτικού συστήματος.

You may also like