Αριστερή αντιπολίτευση εναντίον προεδρικών, «53+» εναντίον πασοκογενών, «γεφυροποιοί» εναντίον «σκληρών» και μέσα σε όλα ο Κοντονής να τινάζει στον αέρα το κόμμα με τις δηλώσεις του για τη Χρυσή Αυγή
Aντί ο Αλέξης Τσίπρας να καλεί τον Φίλη, τον Παππά, τον Τζουμάκα, τον Τσακαλώτο, τον Κουβέλη και τ’ άλλα επιφανή στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία στην οδό Λεωνίδου για να συζητήσουν την αντιπολιτευτική τακτική και τα οργανωτικά προβλήματα του κόμματος, θα έπρεπε να φωνάξει τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο να κάνει κάποιο ευχέλαιο στην Κουμουνδούρου.
Σταθερά, σε εβδομαδιαία -ή και δις την εβδομάδα- βάση κάποιος βουλευτής, κομματικό στέλεχος βγαίνει και τα κάνει «μαντάρα» στην αξιωματική αντιπολίτευση. Από τον Τσακαλώτο και τον Πολάκη μέχρι τον Σπίρτζη, την Τζάκρη, τον Μαδεμλή και τον Κοντονή. Οι… σφαίρες πέφτουν σαν το χαλάζι.
Δημοσίως. Και για διαφορετικό θέμα ο καθένας. Τον Τσακαλώτο τον ενοχλεί ο χαρακτηρισμός «πολιτικός απατεώνας» για τον Μητσοτάκη. Τον Φίλη τον ενοχλεί το «αρχηγικό κόμμα». Τον Πολάκη ο Τσακαλώτος. Τον Παππά ο Σκουρλέτης. Και αντίστροφα. Την Τζάκρη οι αριστερίστικες «εκκρεμότητες» του ΣΥΡΙΖΑ. Τον Μαδεμλή (στέλεχος προερχόμενο από το ΠΑΣΟΚ αυτός) ο ακτιβισμός των βουλευτών στο Κοινοβούλιο για τη Χρυσή Αυγή. Τον Μπίστη, τον Χατζησωκράτη και λοιπούς «γεφυροποιούς» η σκληρή αντιπολίτευση στα εθνικά θέματα του Τσίπρα, της πλειοψηφίας των προεδρικών και των περισσοτέρων από τους πασοκογενείς. Και τον Κοντονή «το πέσιμο στα μαλακά της Χρυσής Αυγής λόγω των αλλαγών που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ στους ποινικούς κώδικες».
Γενικώς, στην Κουμουνδούρου είναι «μια ωραία ατμόσφαιρα», όπως θα έλεγε και ο Ηλιόπουλος. Ο Ντίνος, όχι ο Νάσος. Ο αξέχαστος ηθοποιός, όχι ο νεαρός εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, που εκ των πραγμάτων δυσκολεύεται να βρει λόγια για να δικαιολογήσει τη διαρκή -και απωθητική για τους πολίτες- εσωστρέφεια στην οποία έχει περιέλθει ο ΣΥΡΙΖΑ το τελευταίο, τουλάχιστον, δίμηνο.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτός που τρίβει τα χέρια του με τους μικρούς εμφύλιους στην αξιωματική αντιπολίτευση είναι ο πρωθυπουργός. Πιο εύκολη και διαχειρίσιμη, πολιτικά και επικοινωνιακά, αντιπολίτευση ούτε και στα πιο τρελά του όνειρα δεν θα μπορούσε να φανταστεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Η διαπίστωση αυτή αποτελεί κοινό τόπο πολιτικών στελεχών, δημοσιολογούντων, αναλυτών, όλων όσοι ασχολούνται με τα κοινά και τις δημόσιες υποθέσεις.
Και συνομολογείται και από την πλειονότητα των στελεχών της Κουμουνδούρου, ανεξάρτητα από την εσωκομματική τάση όπου ανήκουν. Η μόνη διαφορά είναι η διαφωνία για τις ευθύνες. Οι προεδρικοί ρίχνουν το φταίξιμο για την εικόνα διάλυσης στην αριστερή μειοψηφία, η οποία με τη σειρά της υποδεικνύει ως αιτία του προβλήματος τον Τσίπρα και τους συνεργάτες του, που θέλουν να στρίψουν το τιμόνι (κεντρο)δεξιά και να δημιουργήσουν ένα αρχηγικό κόμμα, του οποίου τακτικός στόχος θα είναι η επιστροφή στην κυβέρνηση και στρατηγικός η εναλλαγή -ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ.– στη διακυβέρνηση.
Πάντως, με την ήκιστα ελκυστική εικόνα που εμφανίζει η αξιωματική αντιπολίτευση «το μόνο σίγουρο είναι ότι η Ν.Δ. θα κερδίσει και τις επόμενες εκλογές», υποστηρίζει πρώην υπουργός και ιστορικό στέλεχος της Ανανεωτικής Αριστεράς. Και συμπληρώνει: «Αυτό είναι και το πρόβλημα του Τσίπρα. Δεν καταλαβαίνει ότι απλώς με αντικυβερνητισμό δεν μπορεί να κερδίσει εκλογές. Χρειάζεται και σοβαρές εναλλακτικές πολιτικές προτάσεις για την οικονομία, τους θεσμούς, την εξωτερική πολιτική». Με αυτή την προσέγγιση συμφωνεί και σημαντικό, πασοκικής προέλευσης, πρόσωπο που μετέχει στο Πολιτικό Συμβούλιο του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία και το οποίο, όπως και τα υπόλοιπα μέλη του καθοδηγητικού οργάνου προ ημερών άκουγαν με ανοιχτό το στόμα να ανταλλάσσονται βαριές κατηγορίες, και μάλιστα με υβριστικό λεξιλόγιο, μεταξύ κορυφαίων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ όταν η συζήτηση στο Πολιτικό Συμβούλιο πήγε στα οργανωτικά της εκλογής νέων Νομαρχιακών Επιτροπών. Η απεύθυνση (για να θυμηθούμε μια λέξη της συριζαϊκής διαλέκτου) του Πάνου Σκουρλέτη στον Νίκο Παππά δεν ήταν και η πλέον κομψή: «Μας έχεις… γαργαλίσει δύο χρόνια με τον φραξιονισμό της ομάδας σου και με την ΠΑΣΠ της ΑΣΟΕΕ που κρατάει σε θυρίδα τη ματ βαμμένη σημαία του Πολυτεχνείου». Ούτε και του Τσακαλώτου η απεύθυνση, πάλι στον Νίκο Παππά, απέπνεε συντροφικότητα: «Δεν σε εμπιστεύομαι καθόλου. Μόνο την ομάδα σου σκέφτεσαι. Και βάζεις δημοσιογράφους συνεχώς να με συκοφαντούν, με τελευταίο επεισόδιο τη δήθεν πληροφορία ότι συναντήθηκα με εφοπλιστή και μεγαλοεπιχειρηματία των media». Η απάντηση του τομεάρχη Υποδομών του ΣΥΡΙΖΑ, και εξ απορρήτων το πάλαι ποτέ του Τσίπρα, ήταν σε εξίσου υψηλούς τόνους: «Δεν ισχύει τίποτε από αυτά που λέτε και να προσκομίσετε τα στοιχεία που έχετε για να τεκμηριώσετε τις κατηγορίες σας». Σημειώνουμε ότι ο Παππάς ήθελε οι Νομαρχιακές Επιτροπές να συγκροτηθούν σε αναλογία 50%-50% ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και στην Προοδευτική Συμμαχία, ενώ ο Σκουρλέτης και ο Τσακαλώτος επέμεναν να τηρηθεί η απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ που προβλέπει 20% συμμετοχή των μελών της Προοδευτικής Συμμαχίας στα νέα κομματικά όργανα. Ο Αλέξης Τσίπρας πρότεινε να βρεθεί μια χρυσή τομή στο 1/3, αλλά η συμφωνία θα κλείσει, πιθανότατα στο 25%, σε επόμενη συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου καθώς δεν υπήρχε επαρκής χρόνος συζήτησης.
Εξάλλου, το βασικό θέμα συζήτησης στο τελευταίο Πολιτικό Συμβούλιο ήταν, όπως είχε δεσμευτεί ο Τσίπρας, για τις εξελίξεις στα εθνικά θέματα, και ιδίως στα Ελληνοτουρκικά, μετά τη συμφωνία της κυβέρνησης για επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών με την Αγκυρα. Και σ’ αυτή τη συζήτηση καταγράφηκαν, για μία εισέτι φορά, οι δύο διαφορετικές γραμμές στα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Το αρχικό, προς ψήφιση, κείμενο άλλαξε σημαντικά αφού, όπως διαπιστώθηκε ένθεν κακείθεν, δεν αποτελούσε το σημείο ισορροπίας των διιστάμενων απόψεων. Ο Μπίστης, ο Χατζησωκράτης, ο Λιάκος είχαν συνοδοιπόρους στη γραμμή του συμβιβασμού με την Αγκυρα τον Τσακαλώτο, τον Φίλη και τους «σημιτικούς» από τους πασοκογενείς, ενώ οι «σκληροί» των προεδρικών εκτός των ανδρεοπαπανδρεϊκών βρήκαν πολύτιμο σύμμαχο και τον Φώτη Κουβέλη, ο οποίος συνέβαλε τα μέγιστα, όπως λέγεται, για να αλλάξει το αρχικό κείμενο. Και κυρίως να μην επικρατήσει η άποψη ότι στο Αιγαίο θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα συμφέροντα όλων των χωρών, της Τουρκίας περιλαμβανομένης, κάτι που εκ των πραγμάτων διευκολύνει την κυβέρνηση Μητσοτάκη να βρεθούν -όπως άλλωστε επιθυμούν το ΝΑΤΟ και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας- οι κοινοί τόποι με τον Ερντογάν για το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Μάλιστα υπήρξε και έντονη κριτική προς την ομάδα εκείνη των στελεχών, η οποία με βασικό εισηγητή τον Νίκο Μπίστη, «προσεγγίζει τα εθνικά θέματα σαν να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμη στην κυβέρνηση». Η βασική ένσταση των λεγόμενων «πατριωτών» του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι «δεν μπορούμε να προτείνουμε πού θα υποχωρήσουμε και τι θα δεχτούμε. Δεν μπορεί να επικεντρώνουμε την πολιτική μας σε τεχνικές και νομικές πτυχές της διαπραγμάτευσης. Αυτό είναι αρμοδιότητα των κυβερνήσεων, όχι των αντιπολιτεύσεων. Η αντιπολίτευση θα πρέπει να προβάλλει αρχές και διπλωματικά δεδομένα και να υποδεικνύει τις κόκκινες γραμμές. Μέχρι εκεί. Και να ασκεί κριτική αν θεωρεί ότι φαλκιδεύονται τα εθνικά συμφέροντα».
Από την άλλη, έντονη ήταν και η κριτική της αριστερής μειοψηφίας. Για παράδειγμα, ο Νίκος Φίλης λέγεται ότι τάχθηκε υπέρ της αναθεώρησης της «πολιτικής των τριγώνων» (κατά περίπτωση ανάμεσα σε Ελλάδα, Κύπρο, Ισραήλ, Αίγυπτο κ.ά.) στην περιοχή επειδή, όπως είπε, αυτή υιοθετήθηκε μετά από πίεση του αμερικανικού Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Ο Νίκος Παππάς αντέτεινε ότι «εμείς μόνοι μας πήγαμε στο Ισραήλ, δεν μας πήγαν οι Αμερικάνοι». Για να εισπράξει το δηλητηριώδες σχόλιο: «Μόνοι μας ή με τον Μιωνή;», κάτι που προκάλεσε αίσθηση στην αίθουσα, με τον Νίκο Παππά να απαντά: «Δεν τιμά την ιστορία σου αυτό που είπες».
Η αλήθεια είναι ότι ενώ ο Τσίπρας βρίσκεται πιο κοντά στο λεγόμενο «πατριωτικό» κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ, εν τούτοις είναι υποχρεωμένος για λόγους ενότητας του κόμματός του να ισορροπεί ανάμεσα στις δύο γραμμές. Επειδή όμως έχει τη γνώμη ότι τα θέματα εξωτερικής πολιτικής -από την κύρωση των εκκρεμουσών τριών συμφωνιών με τη Βόρεια Μακεδονία μέχρι (και ιδιαίτερα) τα Ελληνοτουρκικά- θα φέρουν σε δύσκολη θέση τον Μητσοτάκη και θα δοκιμάσουν την κυβερνητική πλειοψηφία, σχεδιάζει να ανεβάσει τους αντιπολιτευτικούς τόνους. Μάλιστα στο αμέσως επόμενο διάστημα θα επιχειρήσει και ένα διεθνές διπλωματικό λίφτινγκ του προφίλ του. Ηδη, σύμφωνα με πληροφορίες, ετοιμάζεται να μεταβεί στη Λευκωσία προκειμένου να δείξει ότι «σε αντίθεση με τον Κυριάκο, αυτός βρίσκεται δίπλα στους Κύπριους αδελφούς» και θεωρεί ότι «οι ελληνοτουρκικές σχέσεις περιλαμβάνουν ως αναπόσπαστο τμήμα τους το Κυπριακό».
Εκτός από τη Λευκωσία θα μεταβεί και σε άλλες πρωτεύουσες και οπωσδήποτε στις Βρυξέλλες. Αξίζει πάντως να σημειώσουμε ότι η βελτίωση του διπλωματικού και διεθνούς προφίλ του Τσίπρα δεν είναι αρκετή για να βελτιώσει τη θέση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και του ΣΥΡΙΖΑ στο εγχώριο πολιτικό χρηματιστήριο, όπως αποτυπώνονται στα διαγράμματα των δημοσκοπήσεων. Οσο η εικόνα που εκπέμπει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτή της γκρίνιας, της φαγωμάρας, της εσωστρέφειας και των ανθυγιεινών, έως και απωθητικών για τους πολίτες, αντιθέσεων, η κυβέρνηση, παρά τις οικονομικές, διπλωματικές και υγειονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει, δεν απειλείται. Η πολιτική και επικοινωνιακή της υπεροπλία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί όσο τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, με τις δηλώσεις και τη συμπεριφορά τους, παραπέμπουν σε ένα προβληματικό κόμμα, το οποίο, ακόμη και 16 μήνες μετά την ήττα του στις εκλογές, δείχνει να μην μπορεί να συνέλθει και να χαράξει έναν δρόμο προγραμματικής ανασυγκρότησης.
Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετοί συνομιλητές του Τσίπρα του επισημαίνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πλέον ένα αντισυστημικό κόμμα. Κάθε άλλο. Εχει κυβερνήσει για σχεδόν πέντε χρόνια και οι πολίτες για να το εμπιστευτούν ξανά θα πρέπει να τους πει συγκεκριμένα τι διαφορετικό, που θα είναι και υπέρ των συμφερόντων τους, προτίθεται να πράξει από τον Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του. Ο Κοντονής με τις αιτιάσεις του για τη Χρυσή Αυγή έβλαψε σοβαρά τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ. Οχι μόνον στην Αριστερά και το αντιφασιστικό κίνημα, αλλά ευρύτερα στον δημοκρατικό και τον προοδευτικό κόσμο, αφού ενίσχυσε τη διαβρωτική ρητορική των πολιτικών αντιπάλων της Κουμουνδούρου. Το μόνο κέρδος που είχε ο Τσίπρας ήταν ότι με προσωπική του απόφαση τον έθεσε εκτός κόμματος. Τον διέγραψε τη στιγμή που η αριστερή αντιπολίτευση τού αμφισβητεί αυτό το δικαίωμα ως εκδήλωση αρχηγικού βοναπαρτισμού. Βέβαια, είναι μια νίκη που δεν την ήθελε ο Τσίπρας, αφού η ζημιά που υπέστη, από τη φιλολογία για τους ποινικούς κώδικες και τη Χρυσή Αυγή, είναι πολλαπλάσια.
Και φυσικά το μεγάλο του πρόβλημα θα είναι «η καταστροφική εσωστρέφεια, οι ομαδοποιήσεις, οι εσωτερικοί μηχανισμοί και οι δημόσιες αντεγκλήσεις στελεχών του κόμματος εν όψει του συνεδρίου και άλλων εσωκομματικών προβλημάτων, τα οποία σε μόνιμη βάση συγκροτούν την πλέον αρνητική εικόνα για το κόμμα και την προοδευτική παράταξη», όπως είναι η συνοδευτική δήλωση της παραίτησης Κοντονή από την Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι μια πραγματικότητα την οποία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ο Τσίπρας ακόμη κι αν υιοθετήσει την πρόταση που ετοιμάζουν ορισμένοι να καταθέσουν οσονούπω στην Πολιτική Γραμματεία, σύμφωνα με την οποία οι ομάδες και οι οργανωμένες τάσεις στον ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να καταργηθούν επειδή η λειτουργία τους δρα παραλυτικά -έως και διαλυτικά- για τη συνοχή, την αναδιοργάνωση και τη μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ.