Οι επιστήμονες συσχέτισαν τις συνήθειες του ύπνου με την κατάσταση των αρτηριών καθενός ατόμου.
Το «μέτρον άριστον» ισχύει και στην περίπτωση του ύπνου. Οι άνθρωποι που κοιμούνται πολύ λίγο ή πάρα πολύ, ίσως πρέπει να επισκεφθούν τον καρδιολόγο τους για καλό και για κακό, καθώς το πρόβλημά τους με τον ύπνο είναι πιθανό να αποτελεί ένδειξη για κρυφό καρδιαγγειακό πρόβλημα λόγω αρτηριοσκλήρυνσης, επιβεβαιώνει μια νέα νοτιοκορεατική επιστημονική έρευνα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή Τσαν-Γουόν Κιμ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Σεούλ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό “Arteriosclerosis, Thrombosis and Vascular Biology”, σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερς, μελέτησαν στοιχεία για πάνω από 47.000 άνδρες και γυναίκες, με μέση ηλικία 42 ετών, χωρίς διαγνωσμένα καρδιολογικά προβλήματα.
Οι επιστήμονες συσχέτισαν τις συνήθειες του ύπνου με την κατάσταση των αρτηριών καθενός ατόμου. Η μέση διάρκεια ύπνου ήταν 6,4 ώρες.
Η ανάλυση έδειξε ότι όσοι κοιμούνταν πολύ λιγότερο από τον μέσο όρο (το πολύ πέντε ώρες), είχαν 50% περισσότερο ασβέστιο στις αρτηρίες τους, σε σχέση με όσους κοιμούνταν επτά ώρες. Όσοι κοιμούνταν πολύ παραπάνω από τον μέσο όρο (τουλάχιστον εννέα ώρες), είχαν 70% πιο πολύ ασβέστιο.
Επίσης, όσοι ανέφεραν ότι η ποιότητα του ύπνου τους δεν ήταν καλή (άσχετα με το πόσο κοιμούνταν), είχαν πιο πολύ ασβέστιο και ακαμψία στις αρτηρίες. Σε καλύτερη κατάσταση βρίσκονταν οι αρτηρίες όσων κοιμούνταν καλά και περίπου επτά ώρες κάθε βράδυ. Όσοι κοιμούνταν λίγο, ήταν πιθανότερο να έχουν κατάθλιψη ή διαβήτη τύπου 2, να καπνίζουν και να είναι μεγαλύτερης ηλικίας.
Η συγκέντρωση ασβεστίου στις αρτηρίες αυξάνει τον κίνδυνο αρτηριοσκλήρυνσης (αθηρωμάτωσης), που μπορεί να εξελιχθεί σε στεφανιαία νόσο και τελικά σε έμφραγμα ή εγκεφαλικό. Όσο περισσότερο είναι το ασβέστιο, τόσο μεγαλύτερος ο καρδιαγγειακός κίνδυνος.
Το ένα τέταρτο έως ένα τρίτο του πληθυσμού εμφανίζουν διαταραχές ύπνου, καθώς κοιμούνται είτε λιγότερο είτε περισσότερο από το θεωρούμενο ως φυσιολογικό για την ηλικία τους, ενώ και η ποιότητα του ύπνου τους συχνά δεν είναι καλή. Προηγούμενες μελέτες έχουν συσχετίσει τον ανεπαρκή ύπνο με αυξημένο κίνδυνο εμφράγματος ή εγκεφαλικού.
Παραμένει πάντως ακόμη ασαφές κατά πόσο ο ανεπαρκής ή κακός ύπνος αποτελεί καθεαυτός την αιτία για τον αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Από την άλλη, σύμφωνα με τους επιστήμονες, είναι γεγονός ότι δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι τις ίδιες ανάγκες για ύπνο. Για μερικούς ανθρώπους έξι ώρες είναι υπεραρκετές, ενώ για άλλους οι επτά είναι λίγες. Συνεπώς η ιδανική διάρκεια του ύπνου διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο.