H πρόσκληση που δέχτηκε η Ελλάδα για πρώτη φορά σε τόσο υψηλό επίπεδο είναι δηλωτική του διεθνούς κλίματος απέναντι στη χώρα – Θέση της Ελλάδας είναι να τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα διεξαγωγής των εκλογών της 24ης Δεκεμβρίου και να αποσυρθούν όλα τα ξένα στρατεύματα
Εκτός από τη γεωγραφική εγγύτητα της Ελλάδας, όπως και της Ιταλίας και της Μάλτας με τη Λιβύη, η συμβολή της Ελλάδας στην εμπέδωση της ασφάλειας και της σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή υπογραμμίζεται έντονα από την πρόσκληση που δέχτηκε ο Έλληνας Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης να συμμετάσχει στη Διάσκεψη, από τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, Εμανουέλ Μακρόν.
Το γεγονός, μάλιστα, ότι πρόκειται για την πρώτη πρόσκληση που δέχεται η Ελλάδα σε τόσο υψηλό επίπεδο είναι δηλωτική του διεθνούς κλίματος απέναντι στη χώρα, τη στιγμή μάλιστα που η πρόσκληση προς τον κ. Μητσοτάκη ήλθε απευθείας από τη διοργανώτρια, γαλλική ηγεσία, κατά την παρουσία του Πρωθυπουργού στο Παρίσι, στο πλαίσιο της υπογραφής της ελληνογαλλικής συμφωνίας εγκαθίδρυσης Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης.
Ως προς το περιεχόμενο της ελληνικής παρέμβασης, διπλωματικές πηγές μετέδιδαν ότι «η θέση της Ελλάδας, η οποία έχει εκφραστεί από τον πρωθυπουργό σε όλες τις διεθνείς επαφές του, είναι να τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα διεξαγωγής των εκλογών της 24ης Δεκεμβρίου, να εφαρμοστεί πλήρως η Συμφωνία Εκεχειρίας της 23ης Οκτωβρίου 2020 και να αποσυρθούν όλα τα ξένα στρατεύματα, οι ξένες δυνάμεις και οι μισθοφόροι από τη Λιβύη το συντομότερο δυνατόν», ώστε η χώρα να αλλάξει αποφασιστικά σελίδα, βαδίζοντας προς τη σταθερότητα και απαλλαγμένη από παρεμβάσεις τρίτων.
Υπενθυμίζεται, άλλωστε, ότι ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης είχε βρεθεί στην Τρίπολη τον περασμένο Απρίλιο, οπότε και επανέλαβε ότι «η δημιουργία τετελεσμένων με παράνομες συμφωνίες, όπως το τουρκολιβυκό μνημόνιο, θα είχε συνέπειες στις σχέσεις της χώρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση», σύμφωνα με τις ίδιες πηγές.
Ως προς τη συμμετοχή της Τουρκίας, αυτή αποτέλεσε για ώρες ένα ερωτηματικό, καθώς ο Τούρκος Πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έτεινε αρχικά προς την αποχή λόγω της παρουσίας της Ελλάδας και της Κύπρου, ενώ αρκέστηκε τελικά στην εκπροσώπησή του από τον Υφυπουργό, Σεντάτ Ονάλ.