SelectedΠολιτική

Διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες: Κόλαφος για τον Νίκο Παππά η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου

Κόλαφος είναι τόσο για τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και για τον πρώην υπουργό Επικρατείας Νίκο Παππά το περιεχόμενο της ομόφωνης απόφασης Ειδικού Δικαστηρίου περί ευθύνης υπουργών με την οποία καταδικάστηκαν τόσο ο κ. Παππάς όσο και ο επιχειρηματίας Χρήστος Καλογρίτσας για την υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών το έτος 2016.

Ο πρώην υπουργός Επικρατείας Νίκος Παππάς, σύμφωνα με την απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου που μόλις δημοσιεύθηκε, επιχείρησε «με αδιαφανείς διαδικασίες να υλοποιήσει το σχεδιασμό που είχε καταστρωθεί από τον ίδιο, αλλά και από άλλα ηγετικά στελέχη του τότε κυβερνώντος κόμματος (ΣΥΡΙΖΑ)», υπογραμμίζεται στην απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου περί ευθύνης υπουργών, η οποία μόλις δημοσιεύθηκε.

Παράλληλα, στην δικαστική απόφαση σημειώνεται ότι οι ενέργειες του Νίκου Παππά απέβλεπαν «στην ίδρυση τηλεοπτικού σταθμού πανελλήνιας εμβέλειας που θα ελεγχόταν από τον πρώτο κατηγορούμενο και τον κομματικό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ και θα προωθούσε τις πολιτικές θέσεις και δράσεις του κόμματος και της τότε κυβέρνησης αλλά και του ίδιου ως υπουργού αυτής με σκοπό την υπέρ αυτόν άσκηση επιρροής στον πολιτικό προσανατολισμό της κοινής γνώμης».

Σύμφωνα με τους 13 δικαστές του Ειδικού Δικαστηρίου «ο Νίκος Παππάς διακατεχόμενος από αίσθημα υπεροχής και κυριαρχίας χωρίς επίγνωση των σοβαρών επιπτώσεων των ενεργειών του στο δημόσιο συμφέρον το οποίο υποτίθεται ότι εξυπηρετούσε ως κρατικός λειτουργός κατέχοντας το ύψιστο αξίωμα του υπουργού υπό την επίφαση της τήρησης του νόμου και της δι΄ αυτού επιβολής νομιμότητας στον τηλεοπτικό χώρο ενεργούσε με μοναδικό σκοπό την απόκτηση μέσω του δεύτερου κατηγορουμένου τον οποίον αυτός καθοδηγούσε σε κάθε ενέργεια του τηλεοπτικού σταθμού φερέφωνου των πολιτικών ιδεών και δράσεων της τότε κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και του ίδιου».

Δεν παραλείπουν οι δικαστές να αναφέρουν ότι ο Νίκος Παππάς «ήρθε σε επαφή με επιχειρηματίες διαμηνύοντας ότι ενεργεί σύμφωνα με τη βούληση του τότε Πρωθυπουργού επιδιώκοντας τη χρηματοδότηση του συγκατηγορουμένου του για την καταβολή της πρώτης δόσης του τιμήματος» για τις τηλεοπτικές άδειες.

Σε άλλο σημείο η δικαστική απόφασης προς θεμελίωση της κατηγορίας αναφέρεται στη κατάθεση του Βαγγέλη Μαρινάκη, δηλαδή ότι ο Χρήστος Καλογρίτσας ακολούθησε τις εντολές του Νίκο Παππά και του Αλέξη Τσίπρα για να δημιουργηθεί ένα κανάλι για τον ΣΥΡΙΖΑ και για την κυβέρνηση, όπως επίσης αναφέρεται η κατάθεση του δημοσιογράφου Γιώργου Παπαχρήστου, που είχε καταθέσει ότι “στην υπόθεση αυτή ο Νίκος Παππάς ήταν ο μαέστρος που κρατούσε την μπαγκέτα και διεύθυνε όλη την επιχείρηση”.

Το Ειδικό Δικαστήριο (13 μέλη) ομόφωνα έκρινε (24.2.2023) ενόχους τόσο το Νίκο Παππά για τους χειρισμούς του στη διαγωνιστική διαδικασία για τις τηλεοπτικές άδειες το έτος 2016 (παράβαση καθήκοντος), όσο και τον επιχειρηματία Χρήστο Καλογρίτσα ο οποίος καταδικάστηκε ως συνεργός του πρώην υπουργού με την κατηγορία της παράβασης καθήκοντος. Στον Νίκο Παππά επιβλήθηκε η ποινή των 2 ετών με τριετή αναστολή και στον Χρήστο Καλογρίστα η χρηματική ποινή των 5.000 ευρώ.

Τι λέει η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου

Αρχικά η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου κάνει αναφορά στο νόμο Παππά και επισημαίνει ότι για τη συμμετοχή μιας επιχείρησης Μ.Μ.Ε στη διαδικασία χορήγησης αδειών ήταν να διαθέτει το προβλεπόμενο ελάχιστο κεφάλαιο που θα διασφαλίζει τη λειτουργία της αφού είναι υποχρεωμένη να διατηρεί το κεφαλαίο αυτό με ίδια κεφάλαια, καθόλη της διάρκεια ισχύος της άδειας η οποία είναι δεκαετής.

Ο Νίκος Παππάς, σύμφωνα με την απόφαση των 13 δικαστών, «είχε επωμιστεί υποκαθιστώντας το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης την υπηρεσιακή αρμοδιότητα της όλης διαγωνιστικής διαδικασίας, που θα κατέληγε στη χορήγηση τηλεοπτικών αδειών, κατά τρόπο που θα διασφάλιζε απολύτως τις αρχές της νομιμότητας, της αντικειμενικότητας, της πολυφωνίας, της διαφάνειας και του υγιούς ανταγωνισμού και θα απέτρεπε οποιαδήποτε κυβερνητική ή κομματική επιρροή ή παρέμβαση ώστε να εξασφαλιστούν όλες οι ρυθμιστικές συνθήκες που ήταν απαραίτητες προκειμένου να λειτουργήσει με τον πλέον αντικειμενικό, διαφανή και αποτελεσματικό τρόπο η αγορά των τηλεπικοινωνιών στην Ελλάδα.

Όφειλε λοιπόν ως όργανο του κράτους που η εξουσία του απέρρεε από το λαό και προς όφελος του οποίου έπρεπε να την ασκεί, να τηρεί κατά γράμμα τις συνταγματικές επιταγές και να απέχει από οποιαδήποτε ενέργεια η οποία θα ήταν αντίθετη στις υπηρεσιακές του υποχρεώσεις.

Επιπροσθέτως όφειλε να περιφρουρεί και να ελέγχει τις ενέργειες των οργάνων στα οποία ο ίδιος είχε αναθέσει την τήρηση των διαδικασιών της διενέργειας της δημοπρασίας ήτοι τα στελέχη και τους υπαλλήλους της γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας που αποτελεί δημόσια υπηρεσία της οποίας προΐσταται.

Παρά ταύτα ο Ν. Παππας με εξακολουθητικές ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) αντίθετες στα υπηρεσιακά του καθήκοντα και αντιβαίνουσες τις υπηρεσιακές του υποχρεώσεις που απέβαλαν την τήρηση των αρχών της νομιμότητας και της αμεροληψίας και οι οποίες απέρρεαν από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας επιδίωξε να υλοποιήσει το σχεδιασμό που είχε καταστρωθεί από τον ίδιο, αλλά και από άλλα ηγετικά στελέχη του τότε κυβερνώντος κόμματος (ΣΥΡΙΖΑ) τα στοιχεία των οποίων δεν έχουν εξακριβωθεί, με σκοπό κατά παράβαση των συνταγματικών αρχών την απόκτηση μέσων μαζικής ενημέρωσης τα οποία να τελούν υπό τον έλεγχο τους και να προωθούν τις πολιτικές θέσεις και ενέργειες της τότε κυβέρνησης (Συριζα- ΑΝΕΛ), του ΣΥΡΙΖΑ και του ίδιου του κατηγορούμενου».

Αναλυτικότερα, πάντα κατά την δικαστική απόφαση, «σχεδίασε την απόκτηση ενός τηλεοπτικού σταθμού, πανελλήνιας εμβέλειας, μέσω διαγωνιστικής διαδικασίας και μιας πολιτικής εφημερίδας, πανελλήνιας κυκλοφορίας, ώστε εκμεταλλευόμενος αθέμιτως τη μεγάλη εμβέλεια, τη χρονική αμεσότητα και την ιδιαίτερη δύναμη επιρροής των μέσων αυτών να διαμορφώσουν την κοινή γνώμη υπέρ αυτών, με το επιχείρημα ότι οι όλοι τότε λειτουργούντες μεγάλοι τηλεοπτικοί σταθμοί διάκειντο εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ.

Προς υλοποίηση του σχεδιασμού αυτού ο Νίκος Παππάς έχει αποκτήσει απόλυτη “κυριαρχία” στα της διενέργειας του διαγωνισμού και διακατεχόμενος από αίσθηση υπεροψίας και ισχύος ως κορυφαίος υπουργός που συνομιλούσε απευθείας με τον τότε Πρωθυπουργό, περί τον Οκτώβριο του 2015 απευθύνθηκε στον Χρήστο Καλογρίτσα με τον οποίο διατηρούσε στενές φιλικές και οικογενειακές σχέσεις.

Ο Χρήστος Καλογρίτσας ήταν ανέκαθεν ενταγμένος – στρατευμένος στην Αριστερά, ενώ η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιανουαρίου και του Σεπτεμβρίου του 2015 και να ανάδειξη του ως κυβερνητικού κόμματος τον “αναπτέρωσε και του έδωσε ελπίδες ότι η αριστερά θα κυβερνούσε με όλα τα ιδεώδη που πρέσβευε ο ίδιος στη ζωή του” όπως κατέθεσε ενώπιον της ανακρίτριας αρεοπαγίτη η έμπιστη γραμματέας του Ευθαλίας Διαμαντή».

Ακόμη, η δικαστική απόφαση αναφέρει, ότι «κατά το πρώτο εξάμηνο του 2016 ο Παππάς ενεργώντας για τον εαυτό του αλλά και για λογαριασμό της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ εκμεταλλευόμενος τις ιδιαίτερα στενές σχέσεις που διατηρούσε με τον συγκατηγορούμενο του, συνεπικουρούμενος από ομάδα στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να ενισχύσει της αναγκαιότητα του εγχειρήματος έχοντας πλήρη γνώση της αφοσίωσης του Χρήστου Καλογρίτσα στην Αριστερά, μετά από επανειλημμένες συζητήσεις, οι οποίες έλαβαν χώρα, κυρίως στα επαγγελματικά γραφεία του δεύτερου κατηγορούμενου αλλά και στο Μέγαρο Μαξίμου, το οποίο αυτός συχνά επισκεπτόταν του ζήτησε να βοηθήσει στη δημιουργία τηλεοπτικού σταθμού και την έκδοση πολιτικής εφημερίδας.

Συγκεκριμένα, ο Νίκος Παππάς ζήτησε από τον Καλογρίτσα «να “δανείσει” το όνομά του, δηλαδή να υποβάλει ο ίδιος αίτηση συμμετοχής στη δημοπρασία για την απόκτηση μιας εκ των 4 τηλεοπτικών αδειών και ίδρυση τηλεοπτικού σταθμού ενεργώντας όμως εν τοις πράγμασι για λογαριασμό του πρώτου συγκατηγορούμενου Νίκου Παππά ως δικό του παρένθετο πρόσωπο σύμφωνα με τις οδηγίες και τις εντολές του.

Και τούτο διότι ο πρώτος κατηγορούμενος λόγω της υπουργικής ιδιότητας του δεν είχε το δικαίωμα να ασκήσει οποιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα πολλώ δε μάλλον να μετάσχει σε επιχείρηση που θα διεκδικούσε μία εκ των τεσσάρων τηλεοπτικών αδειών.

Ο ανωτέρω σχεδιασμός του πρώτου κατηγορουμένου που τελούσε υπό την έγκριση του κομματικού μηχανισμού απέβλεπε στην ίδρυση τηλεοπτικού σταθμού πανελλήνιας εμβέλειας που θα ελεγχόταν από τον πρώτο κατηγορούμενο και τον κομματικό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ και θα προωθούσε τις πολιτικές θέσεις και δράσης του κόμματος και της τότε κυβέρνησης αλλά και του ίδιου ως υπουργού αυτής με σκοπό την υπέρ αυτόν άσκηση επιρροής στον πολιτικό προσανατολισμό της κοινής γνώμης.

Στον ίδιο σχεδιασμό του πρώτου κατηγορουμένου περιλαμβανόταν και η έκδοση πολιτικής εφημερίδας πανελλήνιας κυκλοφορίας τυπικά στο όνομα του δεύτερου κατηγορουμένου πραγματικά όμως για λογαριασμό του ίδιου και του κομματικού μηχανισμού του ΣΥΡΙΖΑ υπό τις ίδιες συνθήκες και με τον ίδιο σκοπό δηλαδή τον επηρεασμό υπέρ αυτών της κοινής γνώμης.

Ο πρώτος των κατηγορουμένων ζήτησε επίσης από τον δεύτερο να χρηματοδοτήσει καταρχήν το ως άνω εγχείρημα με τη ρητή υπόσχεση όμως ότι θα του επιστρέφονταν τα χρήματα. Μετά από επανειλημμένες συζητήσεις και συναντήσεις που έλαβαν χώρα μέχρι τις αρχές του 2016 στα γραφεία της επιχείρησης του δεύτερου κατηγορουμένου, αλλά και στο Μέγαρο Μαξίμου παρουσία και άλλων κομματικών στελεχών ο δεύτερος κατηγορούμενος αποδέχθηκε την πρόταση και συγκεκριμένα αποδέχθηκε να ενεργήσει ως “καθοδηγούμενος” από τον συγκατηγορούμενό του για να βοηθήσει στην υλοποίηση του συγκεκριμένου εγχειρήματος.

Μάλιστα παρότι ο δεύτερος κατηγορούμενος κατά τον χρόνο αυτό αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα με τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του ίδιου και της οικογένειάς του μετά από διενεργηθέντα φορολογικό έλεγχο- ο οποίος εκ των υστέρων δικαιώθηκε με δικαστικές αποφάσεις- όπως άλλωστε κατέθεσαν ενώπιον του ειδικού δικαστηρίου οι μάρτυρες που εξετάστηκαν Ευθαλία Διαμαντή και Ευάγγελος Μαρινάκης δέχθηκε να στηρίξει την πρόταση του συγκατηγορουμένου του Νίκου Παππά έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη στην υπόσχεση του ότι “χρήματα υπάρχουν και θα βρεθούν”.

Στο πλαίσιο της υλοποίησης του εγχειρήματος εγκαταστάθηκαν στα γραφεία των επιχειρήσεων του δεύτερου κατηγορουμένου δεκάδες άτομα επιλεγέντα από τον πρώτο κατηγορούμενο και συγκεκριμένα δημοσιογράφοι, τεχνικοί αλλά και δικηγόροι οι οποίοι είχαν αναλάβει κάθε εντολή αυτού να προετοιμάσουν τη σύσταση και λειτουργία του τηλεοπτικού σταθμού σαν να ήταν εκ των προτέρων σίγουρη ότι θα τους χορηγεί η σχετική άδεια καθώς και την υλοποίηση της υποβολής της σχετικής αίτησης συμμετοχής στη διαγωνιστική διαδικασία».

Παραβιάζοντας τα υπηρεσιακά του καθήκοντα

Αποδεικνύεται λοιπόν ότι ο πρώτος κατηγορούμενος ανέλαβε να υλοποιήσει το σχεδιασμό του ίδιου και της κυβερνητικής ηγεσίας για την απόκτηση τηλεοπτικού σταθμού και εφημερίδας παραβιάζοντας τα υπηρεσιακά του καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του για τήρηση του Συντάγματος και του νόμου πείθοντας τον δεύτερο κατηγορούμενο να υπακούσει στις εντολές τους ως “πειθήνιο όργανο του”, ως “παρένθετός” τούτου, που θα εξασφάλιζε την νομιμοφάνεια στις παράνομες και εξωθεσμικές ενέργειές του ενώ ο ίδιος θα παρέμενε στο απυρόβλητο.

Περί αυτών κατέθεσε μετά λόγου γνώσεως τόσο ενώπιον της ανακρίτριας αρεοπαγίτη όσο και ενώπιον του δικαστηρίου αυτού η έμπιστη γραμματέας του δεύτερου κατηγορούμενου Ευθαλία Διαμαντή, η οποία λόγω της μακρόχρονης συνεργασίας της με αυτόν είχε τη δυνατότητα να έχει άμεση και εξ ιδίας αντιλήψεως γνώση των όσων έλαβαν χώρα κατά την ως άνω χρονική περίοδο.

Ενδεικτικά, η μάρτυρας κατέθεσε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος επιλέχθηκε από τον πρώτο κατηγορούμενο αλλά και την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ως πρόσωπο εμπιστοσύνης λόγω της σύνδεσής του με την αριστερά και το εν λόγω κόμμα το οποίο άλλωστε χρηματοδοτούσε συστηματικά ως προς δε τα κίνητρα που ωθούσαν τον λόγο κατηγορούμενο να αποδεχθεί κατέθεσε ότι “τα πολιτικά του ιδεώδη τα κομματικά του η αγάπη του για την αριστερά αυτά ήταν τα πράγματα τα οποία πάντα τα είχε ο καλογρίτσας και όταν του ζητήθηκε από τα “παιδιά” αυτά να βοηθήσει δεν το σκέφτηκε καθόλου δηλαδή δέχτηκε να προχωρήσει γιατί ήλπιζε ότι αυτό θα βοηθούσε πάρα πολύ την αριστερά και για αυτό το έκανε”.

Οι μάρτυρες

Πέραν των ανωτέρω κατέθεσαν και οι μάρτυρες Ευάγγελος Μαρινάκης επιχειρηματίας στον οποίον από το 2016 ανήκει η εταιρεία Alter Ego και ο τηλεοπτικός σταθμός Mega Ghannel, ο οποίος στην από 21/12 του 2022 ένορκη ανακριτική εξέταση του κατέθεσε επιλέξει ότι:

“Ήταν ξεκάθαρο ότι όλη αυτή η διαδικασία στο να διευκολυνθεί ο Χρήστος Καλογρίτσας και να βρεθούν τα χρήματα τη διεκπεραίωνε ο Νίκος Παππάς γιατί από προηγούμενες συζητήσεις μου μαζί του και μαζί τους γνώριζα ότι ήθελαν ένα κανάλι το οποίο να υποστηρίζει ό,τι θέλουν να κάνουν ως κυβέρνηση και γενικότερα να μπορούν να διαμορφώνουν ως κυβέρνηση και ως ΣΥΡΙΖΑ την στρατηγική αλλά και το περιεχόμενο των εκπομπών του καναλιού.

Αυτές οι προθέσεις μου φάνηκαν πολύ περίεργες και αυτό που τους είχα πει επανειλημμένως είναι ότι αυτό το εγχείρημα ήταν πολύ δύσκολο και λανθασμένο κατά τη γνώμη μου γιατί μία κυβέρνηση δεν πρέπει ποτέ να ασχολείται με την ιδιοκτησία και με τον έλεγχο ενός καναλιού πανελλήνιας εμβέλειας” και ” … Θεωρώ ότι ο Χρήστος Καλογρίτσας ακολούθησε τις εντολές τους (εννοεί το Νίκο Παππά και τον Αλέξη Τσίπρα) στο να δημιουργηθεί ένα κανάλι για τον ΣΥΡΙΖΑ και για την κυβέρνηση και ήταν αυτοί που είχαν αναλάβει τις πρωτοβουλίες για να βρεθούν τα χρήματα και να στήσουν το κανάλι ώστε να προωθούν την πολιτική τους και να υποστηρίζουν τις θέσεις τους απασχολώντας και ανθρώπους προσκείμενους ή ενταγμένους στο κόμμα τους όπως τον δημοσιογράφο και μετέπειτα ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Κώστα Αρβανίτη”.

Περαιτέρω ο ίδιος μάρτυρας εξεταζόμενος ενώπιον του δικαστηρίου αυτού επιβεβαίωσε όσα υποστήριξε σε συνέντευξή του στον δημοσιογράφο Νίκο Χατζηνικολάου στις 18/11 του 2019 δηλαδή ότι “το κανάλι το χτίζανε μέσα στο Μαξίμου. Αυτή είναι η πραγματικότητα και να βγει και προκαλώ τώρα κιόλας τον κύριο Παππά να βγει να διαψεύσει αυτό που λέω ότι και ο κύριος Τσίπρας γιατί ήταν όπως σας είπα ενήμερος”, ενώ κατέθεσε επιπροσθέτως ότι “η συγκεκριμένη κυβέρνηση όσον αφορά τα Μέσα μαζικής Ενημέρωσης είχε λανθασμένη άποψη για το πώς θα πρέπει να λειτουργούν αυτά τα μέσα και είχε γίνει μία προσέγγιση στο να εκφράσουν την επιθυμία τους στο να αλλάξουν οι διευθυντές και στο να απολυθούν ορισμένοι δημοσιογράφοι. Αυτό δείχνει μία λάθος αντίληψη για το πώς λειτουργεί η δημοκρατία στη χώρα μας. Κάτι παρόμοιο συνέβη και ένα χρόνο πριν όσον αφορά την όχι τη διαδικασία του διαγωνισμού αλλά προς την επιθυμία του κυρίου Πάππα και του κυρίου Τσίπρα και της κυβερνήσης να μπορέσουν να αποκτήσουν με έναν άνθρωπο φιλικά προσκείμενο μαζί τους έναν τηλεοπτικό σταθμό και να βοηθήσουν όχι μόνο να τον αποκτήσει και να αγοράσει την άδεια αλλά και να του βάλουμε και τους ανθρώπους να το τρέξουν και να το οργανώσουν αυτό το κανάλι. Αυτό θεωρώ ότι είναι μεγάλο λάθος. Και δημιουργεί τεράστιο θέμα στη δημοκρατία και στον τόπο μας” καθώς και ότι “το να φτιαχτεί αυτό το κανάλι ήταν καθαρά μία επιθυμία του κυρίου Τσίπρα και του κυρίου Πάππα. Ο Χρήστος Καλογρίτσας δεν είχε κανένα λόγο. Σπρώχθηκε σε αυτή την κατεύθυνση στην ουσία αυτός ο σταθμός να δουλέψει για την κυβέρνηση ή για το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ”.

Να σημειωθεί, ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο ο Βαγγέλης Μαρινάκης διατηρούσε άριστες σχέσεις με την τότε κυβέρνηση και τον πρώτο κατηγορούμενο Νίκο παπά των οποίων μάλιστα συναντούσε συχνά στο γραφείο του τελευταίου, στο γραφείο του, αλλά και στην οικία του, υποστήριζε δε τη διαγωνιστική διαδικασία καθώς και ότι η επιλογή για τον αριθμό των τεσσάρων αδειών ήταν σωστή, συμμετείχε δε στη δημοπρασία και κηρύχθηκε οριστικός υπερθεματιστής μιας εκ των τεσσάρων αδειών.

Ακόμη, η απόφαση των 13 δικαστών κάνει ειδική αναφορά στην κατάθεση του δημοσιογράφου Γιώργου Παπαχρήστου, αναφέροντας ότι ο Γιώργος Παπαχρήστος ο οποίος στην από 29/11 2021 ανακριτική του εξέταση κατέθεσε επιλέξει: “Από την ημέρα που ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε αξιωματική αντιπολίτευση το 2012 επιδόθηκε σε ανήλικη πόλεμο κατά καναλιών και δημοσιογραφικών συγκροτημάτων με μοναδικό επιχείρημα ότι δεν υπήρχε αντικειμενική πληροφόρηση των πολιτών μία συγκεκαλυμμένη αντίληψη ότι κανάλια και δημοσιογραφικά συγκροτήματα δεν στηρίζουν το ΣΥΡΙΖΑ αλλά αντιθέτως τον πολεμούν.

Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας η ηγετική του ομάδα κατέληξε στην απόφαση είτε να ποδηγετήσει δημοσιογραφικά συγκροτήματα η ανάκληση κανάλια και μέσω αδειών να καταφέρει να αποκτήσει ένα δικό της κανάλι που θα υποστηρίζει την πολιτική της. Στην πραγματικότητα αν ευοδονώταν αυτή η προσπάθεια αθροιζόμενων και των τριών καναλιών της ΕΡΤ θα αποκτούσε τεράστια επικοινωνιακή υπέροχη”, ενώ σχετική ερώτηση της ανακρίτριας απάντησε ότι ” Αυτό θα ήταν καταφανώς αντισυνταγματικό βίαιη παραβίαση της συνταγματικής αρχής της αντικειμενικής πληροφόρησης των πολιτών και επιπλέον κατάσταση που θα ταύτιζε τη χώρα με μη δημοκρατικά καθεστώτα για αυτό και με το που δημοσιοποιήθηκε η προκήρυξη για τις τηλεοπτικές άδειες και τον τρόπο που ο διαγωνισμός θα πραγματοποιούνταν προκλήθηκαν σοβαρές αντιδράσεις από συνταγματολόγους κόμματα και δημοσιογραφικές ενώσεις’. Ο ίδιος μάρτυρας έχει πει ότι “στην υπόθεση αυτή ο Νίκος Παππάς ήταν ο μαέστρος που κρατούσε την μπαγκέτα και διεύθυνε όλη την επιχείρηση”.

Τα ίδια επανέλαβε ο μάρτυρας Γιώργος Παπαχρήστος εξεταζόμενος και ενώπιον του δικαστηρίου επιβεβαιώνοντας όσα κατέθεσε στην ανακριτική του εξέταση προσθέτοντας ότι “η υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών έχει μία σωστή βάση που ήταν η αναγκαιότητα να τεθεί ένα πλαίσιο λειτουργίας στο τηλεοπτικό τοπίο. Αυτή η διαπίστωση όμως είναι τελείως διαφορετική από την πρόθεση της τότε κυβέρνησης να καταφέρει να ελέγξει το τηλεοπτικό τοπίο. Έχω την αίσθηση ότι η προσπάθεια αυτή έτσι όπως οργανώθηκε μεθοδεύτηκε και υλοποιήθηκε είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να μην επιτευχθεί ο στόχος. Ο σκοπός αλλά κάτι ουσία να μην υπάρξει η αναγκαία ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου” και ότι ” από την πρώτη στιγμή εκδηλώθηκε η προσπάθεια της κυβέρνησης να ελέγξει το τηλεοπτικό τοπίο μέσω της προκήρυξης του διαγωνισμού και μας δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι υπήρξε μία στοχευμένη προσπάθεια μία τουλάχιστον από τις άδειες να κατευθυνθεί σε πρόσωπο το οποίο τυγχάνει της απολύτου εμπιστοσύνης”.

Κυριάκος Τόμπρας

Ακόμη, η δικαστική απόφαση επικαλείται την κατάθεση του μάρτυρα Κυριάκου Τόμπρα ο οποίος είχε χαρακτηρίσει τον Χρήστο Καλογρίτσα ως «στρατιώτη του Μάξιμου».

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι για την υλοποίηση του εγχειρήματος μεθοδεύτηκε αντί του Χρήστου Καλογρίτσα να μετάσχει στην επικείμενη δημοπρασία αλλά και στην έκδοση της εφημερίδας τυπικά ο γιος του Ιωάννης Βλαδίμηρος Καλογρίτσας για το λόγο ότι ο τελευταίος είχε μικρότερες οφειλές προς το δημόσιο και έτσι θα ήταν εφικτό να καλυφθεί έξωθεν η υπό του νόμου προϋπόθεση της οικονομικής επάρκειας του υποψηφίου για τη χορήγηση της τηλεοπτικής αδείας.

Στο σκεπτικό της δικαστικής απόφασης γίνεται ακόμα λόγος για την τραπεζική χρηματοδότηση που εξασφαλίστηκε στον Χρήστο Καλογρίτσα από την έκδοση εγγυητικής επιστολής υπό συνθήκες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως προκλητικά χαριστικές είπε του Χρήστου Καλογρίτσα ως “σπρώξιμο” αυτού προκειμένου να επιτευχθεί η συμμετοχή του γιου του στη δημοπρασία και την υλοποίηση του σχεδιασμού.

Για τον  Σάμερ Χουρι (CCC)

Παράλληλα, στην απόφαση γίνεται εκτενής αναφορά στα ραντεβού με τον Σάμερ Χουρι στο πλαίσιο να ανευρεθεί μία νομιμοφανής λύση για τη χρηματοδότηση του Χρήστου Καλογρίτσα με το ποσό των 3.000.000 ευρώ ώστε να εκδοθεί η απαιτούμενη για τη συμμετοχή της εταιρείας του γιου του ισόποση εγγυητική επιστολή.

Χαρακτηριστικά αναφέρεται στη δικαστική απόφαση ότι “έτσι ως μόνη νομιμοφανή λύση επελέγη η κατάρτιση μιας εικονικής σύμβασης ανάθεσης υπεργολαβίας στην εταιρεία Τοξότης συμφερόντων του Χρήστου Καλογρίτσα με προκαταβολή τριών εκατομμυρίων ευρώ η οποία θα κάλυπτε τα αληθώς συμφωνηθέντα γεγονός το οποίο γνώριζε ο πρώτος των κατηγορουμένων Νίκος Παππάς”.

Τα γραπτά μηνύματα και τα e-mail

Σε άλλο σημείο της απόφασής τους οι 13 δικαστές επικαλούνται τα γραπτά μηνύματα και τα e-mail που είχε προσκομίσει σε διαφορετικά στάδια της διαδικασίας ο Χρήστος Καλογρίτσας.

Σύμφωνα με το σκεπτικό όλα τα περιστατικά “ισχύουν κατά τρόπο που δεν επιδέχεται καμία αμφιβολία την κρίση ότι εικονικά και μόνον καταρτίστηκε η συγκεκριμένη συμφωνία υπεργολαβίας”. Εκ των υστέρων βέβαια σύμφωνα με τους δικαστές όταν οι συνθήκες κατέστησαν ιδιαίτερα δυσχερής λιβανέζικη εταιρεία CCC εκδήλωσε την πρόθεση της να υπαναχωρήσει από όσα είχε συμφωνήσει με τον 1ο κατηγορούμενο και να μην χρηματοδοτήσει με το ποσό της πρώτης δόσης τον Χρήστο Καλογρίτσα.

Με βάση τα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι ο πρώτος των κατηγορουμένων Νίκος Παππάς παρότι είχε πλήρη επίγνωση του ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος Χρήστος Καλογρίτσας δεν είχε την οικονομική επάρκεια και δεν διέρχεται από την αρχή τα οικονομικά εκείνα μέσα διά των οποίων θα μπορούσε να ανταπεξέλθει στις δαπάνες που απαιτούνται για την επίτευξη του εγχειρήματος της λήψης άδειας και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού έχοντας ήδη χρησιμοποιήσει χρήματα προερχόμενα από την εταιρεία CCC δια της καταρτίσεως της οικονομικής συμφωνίας με τη μεσολάβηση του ίδιου του Νίκου Παππά προκειμένου να εκδοθεί η απαιτούμενη για τη συμμετοχή στη δημοπρασία εγγυητική επιστολή των τριών εκατομμυρίων ευρώ σκοπίμως παρέλειψε να ασκήσει τον οφειλόμενο δέοντα έλεγχο και την εποπτεία επί των υπηρεσιών στελεχών και υπαλλήλων που υπάγονταν στον έλεγχο του υπουργείου το οποίο αυτός προΐσταται ως προς την επιμελή εκτέλεση των καθηκόντων τους υποδεικνύοντάς τους ότι όφειλαν να προβούν σε ενδελεχή έλεγχο των δικαιολογητικών που είχε υποβάλει η εταιρεία του γιου του δεύτερου κατηγορουμένου σχετικά με την επάρκεια των οικονομικών μέσων που διέθετε για τη συμμετοχή της στο διαγωνισμό επιπροσθέτως δε και ως προς τα πρόσθετα δικαιολογητικά σχετικά με την επάρκεια την προέλευση και τον τρόπο απόκτησης των οικονομικών μέσων που θα διέθετε για την απόκτηση της άδειας και την οργάνωση του τηλεοπτικού σταθμού προκειμένου έτσι με την ως άνω παράλειψη των εν λόγω υπουργικών του καθηκόντων να διαλάθει της προσοχής τους η ανεπάρκεια των σχετικών δικαιολογητικών που η εταιρεία προσκόμισε με επιμέλεια του δεύτερου κατηγορουμένου τόσο με το φάκελο συμμετοχής στη δημοπρασία όσο και εκ των υστέρων κατά τον πρόσθετο έλεγχο και να επιτευχθεί αρχικά μεν η αποδοχή της συμμετοχής της στη δημοπρασία και τελικά η ανακήρυξη της ως οριστικής υπερθεματίστριας, ώστε να αποκτηθεί ο τηλεοπτικός σταθμός όπως είχε σχεδιάσει προς βλάβη άλλων υποψηφίων οι οποίοι διέθεταν πράγματι τις νόμιμες προϋποθέσεις και ακόμη προς βλάβη του υγιούς ανταγωνισμού.

Είναι γεγονός βέβαια ότι ο πρώτος κατηγορούμενος (Νίκος Παππάς) με απόφαση του είχε μεταβιβάσει όλες τις επιμέρους αρμοδιότητες της διαγωνιστικής διαδικασίας στη γενική γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας είχε όμως επιφυλάξει για τον εαυτό του την παράλληλη άσκηση των ως άνω αρμοδιοτήτων και συνεπώς όφειλε να μεριμνήσει και ο ίδιος προσωπικά για την τήρηση των προϋποθέσεων του νόμου και της οικείας προκήρυξης που αυτός εξέδωσε ασκώντας την αρμοδιότητα ώστε να διασφαλίσει τη διαφάνεια και την αμεροληψία απέχοντας από ενέργειες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη χορήγηση των αδειών. Πολλώ δε μάλλον όταν ήδη είχε τεθεί θέμα αντισυνταγματικότητας της ως άνω υπουργικής απόφασης η οποία είχε συζητηθεί ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και αναμενόταν η έκδοση της απόφασης η οποία θα έθετε εκποδών όλη τη διαδικασία.

Με την προπεριγραφείσα στάση του ο πρώτος κατηγορούμενος επιχειρούσε σκοπίμως να συγκαλύψει την πραγματική οικονομική κατάσταση του συγκατηγορουμένου του και πάση θυσία την εμπλοκή του στη συμφωνία με την εταιρεία ccc σχετικά με τη χρηματοδότηση του συγκατηγορουμένου του.

Σύμφωνα με τους δικαστές ο Νίκος Παππάς “διακατέχομενος από αίσθημα υπεροχής και κυριαρχίας χωρίς επίγνωση των σοβαρών επιπτώσεων των ενεργειών του στο δημόσιο συμφέρον το οποίο υποτίθεται ότι εξυπηρετούσε ως κρατικός λειτουργός κατέχοντας το ύψιστο αξίωμα του υπουργού υπό την επίφαση της τήρησης του νόμου και της δι αυτού επιβολής νομιμότητας στον τηλεοπτικό χώρο ενεργούσε με μοναδικό σκοπό την απόκτηση μέσω του δεύτερου κατηγορουμένου τον οποίον αυτός καθοδηγούσε σε κάθε ενέργεια του τηλεοπτικού σταθμού φερέφωνου των πολιτικών ιδεών και δράσεων της τότε κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και του ίδιου”.

Συγχρόνως «ο πρώτος κατηγορούμενος Νίκος Παππάς επιστρατεύοντας εκ νέου τις διασυνδέσεις και τις επαφές που διατηρούσε λόγω του υπουργικού του αξιώματος και την ισχύ που η θέση αυτή του προσέδιδε ήρθε σε επαφή με επιχειρηματίες διαμηνύοντας ότι ενεργεί σύμφωνα με τη βούληση του τότε Πρωθυπουργού επιδιώκοντας τη χρηματοδότηση του συγκατηγορουμένου του για την καταβολή της πρώτης δόσης του τιμήματος. Στις ενέργειες αυτές προέβη όχι βεβαίως με σκοπό να βοηθήσει ένα φιλικό του πρόσωπο, δίκην “ρουσφετιού” , αλλά για να διασφαλίσει με κάθε τρόπο την επιτυχία του δικού του εγχειρήματος δηλαδή την απόκτηση του εν λόγω τηλεοπτικού σταθμού».

“Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του πρώτου κατηγορουμένου Νίκου Παππά μέσω των επαφών και των διασυνδέσεων του με διάφορα πρόσωπα τα οποία κατά την άποψή του είτε διέθεταν τα οικονομικά μέσα όπως οι Μαρινάκης και Αρτεμίου είτε μπορούσαν να ενδώσουν στις πιέσεις του λόγω της δυσχερούς κατάστασης στην οποία βρίσκονταν τη δεδομένη χρονική στιγμή όπως ο Κοντομηνάς ενεργώντας αθεμίτως και κατά κατάχρηση της ισχύος που διέθετε ως υπουργός απέτυχε εν τέλει να εξεύρει χρηματοδότηση ώστε να καταβληθεί η πρώτη δόση του πρόσφερε ντους από την εταιρεία του γιου του δεύτερου κατηγορουμένου τιμήματος μέχρι τις 26/9 του 2016”.

Παράλληλα, η δικαστική απόφαση, αναφέρει:

“Η πρακτική αυτή του κατηγορουμένου όπως αποτυπώνεται από τα περιστατικά τα οποία αποδεικνύονται από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού δεν αποδίδεται σε απλή προσπάθεια ενίσχυσης του εγχειρήματος ενός φιλικού σε αυτόν προσώπου όπως υποστήριξε μέσω των συνηγόρων. Αντίθετα πρόκειται για ένα σύνολο επανειλημμένων εκ μέρους του παράνομων ενεργειών δηλαδή πράξεων και παραλείψεων στις οποίες προέβη προκειμένου να υλοποιήσει το σχεδιασμό του ίδιου και του κόμματος στο οποίο ανήκε για την απόκτηση μέσω του δεύτερου του κατηγορουμένου ως παρένθετο προσώπου τηλεοπτικού σταθμού πραγματικός ιδιοκτήτης του οποίου θα ήταν αυτός και το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ που θα καθόριζαν τις τηλεοπτικές πολιτικές εκπομπές και τα δελτία ειδήσεων. Με σκοπό μέσω αυτών να προωθηθούν οι πολιτικές θέσεις και τα έργα του κόμματος και της τότε κυβέρνησης επεμβαίνοντας καθοριστικά στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης απασχολώντας δημοσιογράφους ενταγμένους στο κόμμα οι οποίοι θα εξυπηρετούσαν τους στόχους αυτούς βλάπτοντας τους λοιπούς συμμετέχοντες στον επίμαχο διαγωνισμό κατά παράβαση της αρχής του υγιούς ανταγωνισμού την οποία ο ίδιος ο πρώτος κατηγορούμενος μέσω του νόμου και της προκήρυξης είχε υποχρέωση να διαφυλάξει”.

Ο Ν. Παππάς όφειλε να…

Εν κατακλείδι ο Νίκος Παππάς όφειλε ως εκπρόσωπος της εκτελεστικής εξουσίας κατά την ενάσκηση των υπουργικών του καθηκόντων και αρμοδιοτήτων που αφορούσαν στη διαδικασία χορήγησης αδειών λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών με ιδιαίτερη δύναμη επιρροής να απέχει από επεμβάσεις στο ιδιοκτησιακό καθεστώς και στο περιεχόμενο των εκπομπών ώστε να διασφαλίζεται η καθολική παροχή της ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας στην Εθνική επικράτεια με πλήρη σεβασμό των συνταγματικών αξιών με διαφάνεια ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς την οικονομική κατάσταση και τη χρηματοδότηση των μέσων ενημέρωσης καθώς να αποτρέπει τη συγκέντρωση του ελέγχου των μέσων αυτών προκειμένου να διασφαλίζει την εξυπηρέτηση των ως άνω σκοπών δημοσίου συμφέροντος.

Παρά ταύτα ο Νίκος Παππάς κατά το χρονικό διάστημα από τα τέλη του 2015 μέχρι και τις 9/9/2016 εξακολουθητικά συνειδητά έχοντας πλήρη επίγνωση των παραπάνω θεσμικών υποχρεώσεων του προέβη με πρόθεση στις πράξεις δηλαδή ενέργειες και παραλείψεις με τη συνδρομή του συγκατηγορουμένου του Χρήστου Καλογρίτσα κατά την τέλεση των αξιοποίνων πράξεων.

«Αποδείχθηκε δηλαδή χωρίς να καταλείπεται η ελάχιστη αμφιβολία περί του αντιθέτου ότι με αφετηρία τη διενέργεια της δημοπρασίας για τη χορήγηση τεσσάρων αδειών σε ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς προκειμένου να επιβληθεί ο έλεγχος του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου και η αξιοποίηση των συχνοτήτων που αποτελούν περιουσιακό στοιχείο του ελληνικού λαού προς όφελος του δύναμη του νόμου 4337 του 2015 όπως συμπληρώθηκε με το νόμο 4357 του 2016 και της υπ. αριθμόν 1/2016 προκηρύξεις που εν λόγω κατηγορούμενους εξέδωσε χωρίς να ενδιαφέρει το παρόν ποινικό δικαστήριο η ορθότητα η νομιμότητα η σκοπιμότητα του νόμου αυτού, πολλώ δε μάλλον οι πολιτικές αντιπαραθέσεις που εκδηλώθηκαν κατά την ψήφιση του ή μετά την ισχύ του οι οποίες ουδόλως απασχόλησαν την αποδεικτική διαδικασία ή επηρέασαν την κρίση του δικαστηρίου τούτου που περιορίστηκε αποκλειστικά και μόνο στο στενό πλαίσιο της ενδελεχούς έρευνας και της βασιμότητας ή μη της κατηγορίας που αποδόθηκε στους δύο κατηγορούμενους καθώς και η αντισυνταγματικότητα διατάξεων αυτού που ελέγχθηκαν αρμοδίως από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με σειρά αποφάσεων του ο ανωτέρω ως κορυφαίος υπουργός ο οποίος αναφερόταν απευθείας στον τότε πρωθυπουργό της χώρας και συνεννοηθείτε με την ηγεσία της κυβέρνησης υπό το κράτος της ισχύος της επιρροής και των διασυνδέσεων που διέθετε ενεργώντας εξακολουθητικά με πράξεις και παραλείψεις με πρόθεση παρέβη τα υπηρεσιακά απολύτως συνυφασμένα με την υπουργική του ιδιότητα καθήκοντα σχεδιάζοντας και υλοποιώντας με αδιαφανείς διαδικασίες και αδιαφανές ιδιοκτησιακό καθεστώς την αποκτήσει μέσω της δημοπρασίας και υπό το μανδύα της νομιμότητας την απόκτηση τηλεοπτικού σταθμού ο οποίος τυπικά μεν θα λειτουργούσε από τον συγκατηγορούμενό του Χρήστο Καλογρίτσα στην πραγματικότητα όμως θα τελούσε υπό τις εντολές του την καθοδήγηση και τον έλεγχο αυτού και του κόμματός του με σκοπό να περιποίηση στον ίδιο ως κυβερνητικό στέλεχος παράνομη και θίγουσα την υπηρεσιακή χρηστότητα και καθαρότητα δύναμη επιρροής στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης ώστε να αποκτήσει αυτός και το κόμμα του με αυτόν τον τρόπο η περιοχή στον τομέα της επικοινωνίας και της ενημέρωσης του κοινού βλάπτουν τα στέλνει τους επιχειρηματίες που διεκδικούσαν άδεια για τηλεοπτικό σταθμό αλλά και το κράτος ως εγγυητή της διαφάνειας της νομιμότητας του άνωθεν των σχετικών διαδικασιών και της πολυφωνίας» καταλήγει η δικαστική απόφαση.

Διαβάστε ακόμη

Περισσότερα στην κατηγορία: Selected