Επώνυμα

Επτά λόγοι που δεν «δουλεύει» το ισχυρό χαρτί της κυβέρνησης

attached_image01070.jpgΓράφει ο Αλ. Μωραϊτάκης.

Η προσπάθεια να αναδειχτεί η ανάκαμψη της οικονομίας και γιατί δεν φαίνεται να πείθει τους ψηφοφόρους. Κρίσιμη η αντιμετώπιση δομικών προβλημάτων και η φορολογική δικαιοσύνη.

Η κυβέρνηση έχει ξεκαθαρίσει σε όλους τους τόνους ότι το… ισχυρότερο χαρτί της είναι η οικονομία. Έτσι τουλάχιστον δηλώνει. Ο Πάνος Καμμένος, τότε υπουργός Εθνικής Άμυνας, έλεγε τον Απρίλιο του 2016 ότι εκείνο το χρόνο θα είχαμε διπλή Ανάσταση, μία του Πάσχα και μια δεύτερη της ελληνικής οικονομίας. Λίγους μήνες αργότερα, κορυφαίος υπουργός μας είχε διαβεβαιώσει πως από τα μέσα του 2017 (προ διετίας δηλαδή…) θα τρίβαμε τα μάτια μας από την ανάπτυξη της οικονομίας, ενώ άλλος υψηλότατος αξιωματούχος είχε προβλέψει πως θα έρθουν τόσες πολλές επενδύσεις στη χώρα που δεν θα μπορούσαμε να τις απορροφήσουμε.

Είχαμε ακούσει τέλος πως μετά από την έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια, η οικονομία μας θα εκτινασσόταν, πλην όμως ακόμη δεν έχουμε δει τον αριθμό «δύο» στο ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ.

Βέβαια, θα μου πείτε ότι σπάνια οι προβλέψεις των Ελλήνων πολιτικών επιβεβαιώνονται στην πράξη, ωστόσο θα αντιτείνω ότι ακόμη και η αποτυχία των εκτιμήσεών μας θα πρέπει να έχει και αυτή κάποιο όριο. Για λόγους αξιοπιστίας των πολιτικών και σεβασμού των συμπολιτών μας.

Όμως, όσο και αν οι κατά καιρούς βαρύγδουπες κυβερνητικές δηλώσεις περί επερχόμενης ανάπτυξης έχουν διαψευστεί, αλήθεια είναι πως έχει αρχίσει να παρατηρείται κατά την τελευταία διετία κάποιος -χαμηλός έστω- ρυθμός ανάκαμψης στην οικονομία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ότι το 2018 η εγχώρια ζήτηση τσιμέντου κινήθηκε στα επίπεδα του 2017 δηλαδή στα χαμηλά των τελευταίων πενήντα ετών, ή ότι κάποιοι άλλοι κλάδοι που κατά τα χρόνια της κρίσης είχαν καταβαραθρωθεί κατάφεραν να κινηθούν ανοδικά με ρυθμούς της τάξεως του 1% και του 2%. Στο ίδιο τέμπο αναμένεται να κινηθούμε και φέτος.

Το πολιτικό ερώτημα που τίθεται είναι το γιατί η κυβέρνηση δεν μπορεί να καρπωθεί πολιτικά -όπως προκύπτει από το σύνολο των δημοσκοπήσεων- αυτή την, αναιμική έστω, ανάκαμψη της οικονομίας. Κατά τη γνώμη μου υπάρχουν επτά λόγοι που μπορούν να απαντήσουν στο συγκεκριμένο ερώτημα.

Πρώτον, τα όποια περισσότερα χρήματα δημιουργήθηκαν από την οικονομική ανάκαμψη ήταν ελάχιστα και έγιναν ακόμη λιγότερα μετά τις κάθε φύσεως και επινοήσεως αυξανόμενες φορολογικές επιβαρύνσεις.

Δεύτερον, υπάρχουν νοικοκυριά που εδώ και πολλά χρόνια, ενώ εργάζονται ή με πιο ορθή διατύπωση επειδή εργάζονται και δημιουργούν εισοδήματα, πληρώνουν συνολικούς φόρους εργασίας και ΕΝΦΙΑ πάνω από το 100% των εισοδημάτων τους παραβιάζοντας την συνταγματική αρχή που καθορίζει ότι οι φόροι συνεισφέρονται ανάλογα με τις δυνατότητες των πολιτών. Αντίθετα άλλοι που δεν εργάζονται ή φοροδιαφεύγουν και έχουν αδήλωτα εισοδήματα εισπράττουν επιδόματα.

Τρίτον, για τα μισά τουλάχιστον νοικοκυριά, τα όποια χρήματα μπήκαν από τη μία τσέπη, βγήκαν από την άλλη! Ενδεικτικά θυμίζουμε τα τέσσερα εκατομμύρια ΑΦΜ με ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις στο Δημόσιο, αυτούς που οφείλουν ασφαλιστικές εισφορές στα Ταμεία τους και τους εκατοντάδες χιλιάδες «κόκκινους» δανειολήπτες. Χαρακτηριστικό στοιχείο είναι τα δισεκατομμύρια ευρώ που μάζεψε το 2018 το Ελληνικό Δημόσιο μόνο από τις κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών… Άρα, για να μιλήσουμε απλά, λεφτά στις τσέπες των νοικοκυριών, δεν μπήκαν. Ή καλύτερα, αν μπήκαν, βγήκαν αμέσως.

Τέταρτον, οι πολίτες φοβούνται πως η όποια βελτίωση πάει να δημιουργηθεί, θα έχει πρόσκαιρο μόνο χαρακτήρα. Δεν έχουν δει κάποια πράγματα να αλλάζουν προς το καλύτερο, έτσι ώστε να δημιουργηθούν προϋποθέσεις αισιοδοξίας. Το δημόσιο δεν βελτίωσε τον τρόπο λειτουργίας του. Οι επενδύσεις είναι λίγες και πολλές από αυτές μπλοκάρονται λόγω ιδεοληψίας-γραφειοκρατίας. Το νέο θεσμικό πλαίσιο στην Παιδεία όχι μόνο δεν λύνει προβλήματα, αλλά την πηγαίνει πολύ πιο πίσω. Αντί για παραγωγικότερο δημόσιο τομέα, μιλάμε προεκλογικά για προσλήψεις «δικών μας παιδιών».

Πέμπτον, ο κόσμος αντιλαμβάνεται πως η κυβέρνηση, αντί να επιλύσει μια σειρά σοβαρών προβλημάτων, απλά τα μεταθέτει χρονικά για μετά τις βουλευτικές εκλογές. Ενδεικτικά μόνο θα αναφερθώ στο ζήτημα της ΔΕΗ ΔΕΗ +0,08%, που μετά από σειρά εσφαλμένων κυβερνητικών χειρισμών, υποχρεώθηκε πέρυσι σε ζημία πολλών εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ. Η κατάσταση στη ΔΕH είναι τέτοια, έτσι ώστε το ελληνικό δημόσιο -το ίδιο που χρωστάει για χρόνια στους ιδιώτες προμηθευτές του- έσπευσε να προπληρώσει τη ΔΕΗ ΔΕΗ +0,08% έναντι του ρεύματος που θα καταναλώσει μέσα στο 2019!

Έκτον, στην παιδεία γίνονται αλλαγές προς την τελείως λάθος κατεύθυνση.

Και έβδομο, δεν μπορεί να δημιουργηθεί κλίμα αισιοδοξίας, όταν ο μέσος πολίτης αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα ασφάλειας και ανομίας στο σπίτι και την επιχείρησή του. Η ασφάλεια αποτελεί πρωταρχικό αγαθό των πολιτών και αυτό δεν έχει μπει ψηλά στην ατζέντα της κυβέρνησης, με αποτέλεσμα να προσπαθεί να κρύψει τα προβλήματα… κάτω από το χαλί.

Όσο λοιπόν ο κόσμος δεν αντιλαμβάνεται ότι κάποια αξιοσημείωτη πρόοδος συμβαίνει στα παραπάνω μέτωπα, τόσο θα δυσπιστεί και δεν θα αισιοδοξεί για το μέλλον του, με ό,τι αυτό θα μπορούσε να σημαίνει για την προτίμησή του στις επικείμενες βουλευτικές (και όχι μόνο) εκλογές.

Άρα λοιπόν, χρειάζεται ισχυρή ανάπτυξη με φορολογική δικαιοσύνη και αυτό σε συνδυασμό με διαρθρωτικές αλλαγές, κυβερνητική αξιοπιστία, αναβάθμιση της παιδείας και ιδιαίτερα πολύ προσοχή στη διαφύλαξη της ασφάλεια για τους πολίτες.

Τόσο απλά…

* Ο κ. Αλέξανδρος Μωραϊτάκης είναι πρώην Βουλευτής Α’ Αθηνών.

You may also like