Γράφει ο Χρίστος Χ. Λιάπης
Τα ασανσερ χαλούσαν στα δημόσια Νοσοκομεία και το 2002, τότε που έκανα τις κλινικές μου ως Φοιτητής της Ιατρικής στο “Ιπποκράτειο” Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης. Χαλούν και σήμερα, στο “Ιπποκράτειο” Νοσοκομείο των Αθηνών, τραυματίζοντας -μάλιστα- και έναν συνάδελφο γιατρό. Έναν από τους πολλούς που δίνουμε την καθημερινή μας μάχη απέναντι στις ελλείψεις, τα πενιχρά μέσα, τις διαχρονικές ανεπάρκειες του ΕΣΥ, καθώς και την αβελτηρία της κεντρικής Διοίκησης.
Υπάρχουν συνολικές ευθυνές για το σημερινό κατάντημα της Δημόσιας Υγείας. Ευθύνες που βαρύνουν και τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Όμως η σημερινή εικόνα αναρπάρκειας στον τομέα της Δημόσιας Υγείας, ξεπερνά κάθε προηγούμενο. Ίσως ήταν καλύτερο, τόσο ο κ. Υπουργός, όσο και ο κ. Υφυπουργός να είχανε παραμένει γιατροί.
Μακάρι, όποιος κι αν είναί ο βαθμός εμπλοκής μου στην πολιτική, να μην έρθει κάποτε η στιγμή που θα πουν ο ίδιο και για εμένα. Στην παρούσα φάση, προέχουν οι ευχές για ταχεία αποκατάσταση της υγείας του συναδέλφου. Μαζί με αυτές θυμήθηκα ένα άρθρο μου που είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”, τον μακρινό Νοέμβριο του 2002, όταν φοιτητής του Α.Π.Θ., τότε, έγραφα με αφορμή έναν άλλον χαλασμένο ανελκυστήρα, στο “Ιπποκράτειο” της Συμπρωτεύουσας…..
3 Νοεμβρίου 2002
Ο Τερματοφύλακας Γιατρός
Ημέρα εφημερίας στον πέμπτο όροφο ενός νοσοκομείου της Συμπρωτεύουσας, έχουν χαλάσει τα ασανσέρ. Από τις σκάλες βλέπω να ανεβαίνει ασθμαίνων ένας άνδρας, κουβαλώντας στους ώμους του τον ηλικιωμένο και ασθενή πατέρα του. Ο ιδροκοπημένος άνδρας με το παράξενο φορτίο περνάει δίπλα μου· λιπόσαρκο το πατρικό κορμί, ίσως από τα χρόνια, ίσως απ’ την ασθένεια, ίσως για να ελαφρύνει τον γιο που παίζει τον ρόλο του ανελκυστήρος φορείων. Το άχθος όμως της δημόσιας υγείας δυσβάσταχτο. Η ιστορία αναφέρει πως όταν οι Αχαιοί κυρίευσαν την Τροία επέτρεψαν σε όσους Τρώες γλίτωσαν να την εγκαταλείψουν παίρνοντας ο καθένας μαζί του μόνο ένα πράγμα· αυτό που θεωρούσε πολυτιμότερο. Τότε, είδανε έκπληκτοι τον μυθικό Αινεία να βγαίνει από τους πυρπολημένους σωρούς των ερειπίων κουβαλώντας στους ώμους του τον γέροντα πατέρα του. Στην αλωμένη από την αδιαφορία και την αναποτελεσματικότητα δημόσια υγεία η ιστορία βρίσκει τις τραγικές συνθήκες που επιτρέπουν την κωμικοτραγική επανάληψή της.
Μια άλλη μέρα εφημερίας, στο ίδιο νοσοκομείο, προσπαθώ να πάρω το ιστορικό από τη μητέρα ενός παιδιού που έχει εισαχθεί πρόσφατα. Ζητάω τα φύλλα νοσηλείας από τις προηγούμενες εισαγωγές. Μου απαντάει πως τα έχει ο…..δικηγόρος, ‘το παιδί γεννήθηκε με πρόβλημα, είμαστε στα δικαστήρια με τους γιατρούς, δεν το είδαν στον υπέρηχο’, επεξηγεί.
Είναι πασιφανές πως η Υγεία αποτελεί το σημαντικότερο κομμάτι της κοινωνικής ευημερίας, μια και συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση ώστε κάθε άνθρωπος να μπορεί να συμβάλλει, αφ’ ενός, στην κοινωνική και πολιτισμική πρόοδο και να καρπώνεται, αφ’ εταίρου, τα οφέλη της. Η παροχή υπηρεσιών υγείας έχει ακρογωνιαία σημασία για ολόκληρο το κοινωνικό οικοδόμημα, γεγονός που προσέδιδε ανέκαθεν ιδιαίτερο ρόλο στους λειτουργούς της Υγείας, είτε αναφερόμαστε στις σύγχρονες κοινωνίες των οργανωμένων ιατρικών υπηρεσιών, είτε εξετάζουμε τις προϊστορικές κοινωνίες της «μαγικής ιατρικής» και των κρανιακών τρυπανισμών.
Εάν στο πρώτο από τα προαναφερθέντα περιστατικά, απεικονίζονται τα λειτουργικά και ποιοτικά ελλείμματα του σημερινού Συστήματος Υγείας, στο δεύτερο σκιαγραφείται η αντιμετώπιση του γιατρού από την κοινωνία. Του γιατρού που στις πρωτόγονες κοινωνικές ομάδες ήτανε ο μάγος, ο διαφορετικός, ο γητευτής των πνευμάτων που, με τα κρεμασμένα απ’ το λαιμό –όπως τα σύγχρονα ακουστικά- χαϊμαλιά, ‘φορτωνότανε’ επάνω του όλα τα ‘κακά δαιμόνια’ για να αφήσουνε ήσυχους τους πάσχοντες. Του γιατρού που αργότερα, ως ιερέας συνομιλούσε με φαρμακερά φίδια, με ιερογλυφικά και με ξόρκια που παραπέμπουν στο ακατάληπτο -για το ευρύ κοινό- της σημερινής ιατρικής ορολογίας. Δεν είναι, σίγουρα, τυχαίο πως στην αρχαία ελληνική ο γιατρός αποκαλούταν «φαρμακός», δηλαδή αυτός που χορηγεί φάρμακα· σε μια κοινωνία –και σε μια γλώσσα- όμως, όπου το φάρμακο συνηχεί και –άρα- ταυτίζεται εν μέρει εννοιακά με το φαρμάκι. Έτσι ο φαρμακός δεν είναι μόνον ο γιατρός, ο μάγος αλλά είναι ταυτόχρονα -όπως ορίζει τον φαρμακό ο Θ. Ψύρρας- «ο δηλητηριαστής, ο εκπρόσωπος του κακού, ο αποδιοπομπαίος τράγος».
Στα χέρια των σχετικά νεότερων έχει σίγουρα πέσει, στις στιγμές της ραστώνης των παιδικών μας χρόνων, το θρυλικό εικονογραφημένο περιοδικό ‘Μπλεκ’ που ανάμεσα στις ιστορίες που φιλοξενούσε σε συνέχειες κάθε εβδομάδα ήταν και μία με τίτλο «ο Τερματοφύλακας Γιατρός». Μέσα από τις ασπρόμαυρες σελίδες της ζωντάνευαν οι περιπέτειες του Μπεν Λίπερ, ενός νέου που σπούδαζε Ιατρική και ταυτόχρονα έπαιζε τερματοφύλακας στην ομάδα της πόλης του. Πίσω από την ευφάνταστη ηρωοπλασία της ιστορίας προβάλλει μια σημειολογική ταύτιση των δύο ρόλων η οποία ξεφεύγει από τα όρια του παιδικού κόσμου, όπου η παντοδύναμη φαντασία μπορεί να συνδυάζει –αυθαίρετα- χαρακτηριστικά, επαγγέλματα και φιλοδοξίες. Ο ρόλος που συχνά καλείται να διαδραματίσει ο γιατρός στον αγώνα της καθημερινότητας παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τον ποδοσφαιρικό ρόλο του τερματοφύλακα. Ο τερματοφύλακας, είναι εξ’ ορισμού δέσμιος ενός παραλογισμού που του επιβάλλει, σ’ ένα παιχνίδι που ονομάζεται ποδόσφαιρο, να είναι ο μόνος που πιάνει τη μπάλα με τα χέρια, ο μόνος με διαφορετικό εξοπλισμό από τους συμπαίκτες του, ο μόνος με μια ιδιαίτερη ικανότητα την οποία θέτει στην υπηρεσία των συμπαικτών του· και αυτή του η ικανότητα, το προνόμιο να αγγίζει το απαγορευμένο και να αποτρέπει το επερχόμενο, είναι που τροφοδοτεί τη διαφορετικότητα της θέσης –παίζει τελευταίος απ’ τους συμπαίκτες του- και της ενδυματολογικής του εμφάνισης, αλλά και ταυτόχρονα τροφοδοτείται από αυτήν. Παράλληλα ο γκολκίπερ είναι ταγμένος από το παιχνίδι απλά να διαφυλάττει τα κεκτημένα της ομάδας του· το μηδέν θεωρείται δεδομένο από την αρχή του αγώνα και γι’ αυτό οι αποκρούσεις του συχνά δεν εκτιμώνται στο βαθμό που τους πρέπει, ενώ πολύ σπάνια συγχωρείται μια λανθασμένη του επέμβαση.
Ο τερματοφύλακας είναι ο «φαρμακός» της ποδοσφαιρικής ομάδας, όπως ακριβώς ο γιατρός είναι «ο φαρμακός» της κοινωνίας. Οι γιατροί καλούνται καθημερινά να ανταποκριθούν σε έναν αγώνα όπου όταν με εξαιρετικές επεμβάσεις κυριολεκτικά σώζουν ζωές, κάνουν απλώς τη δουλειά τους, ενώ κάθε εσφαλμένη τους ενέργεια παραδίδεται αμέσως στη συλλογική απαξίωση ή στον δικονομικό –για να μην πούμε δικολαβικό- κατατρεγμό. Στις Η.Π.Α παρατηρείται το φαινόμενο της ασφάλισης των γιατρών για ενδεχόμενο ιατρικό λάθος, καθώς ο αριθμός των μηνύσεων που στρέφονται κατά λειτουργών της υγείας έχει αυξηθεί δραματικά. Το αποτέλεσμα είναι να αυξάνεται η ανασφάλεια στην τέλεση των ιατρικών πράξεων και να περιορίζεται η επαφή του ιατρού με τον πάσχοντα άνθρωπο στο απολύτως υποχρεωτικό. Είναι για παράδειγμα συχνές οι περιπτώσεις στις οποίες συμβαίνει κάποιο ατύχημα, ή ένα καρδιακό επεισόδιο εκτός νοσοκομείου και ο τυχαία παρευρισκόμενος ιατρός δε σπεύδει να βοηθήσει από φόβο μήπως κατηγορηθεί για ‘malpractice’ (ξενόγλωσσος όρος που χρησιμοποιείται νομικά για να περιγράψει την επιβλαβή ιατρική πράξη ή παράλειψη).
Στη γλώσσα που μετέρχεται τον φιλοσοφικό όρο του «φαρμακού» για να περιγράψει τον ιατρό δεν έχει, ακόμα, χρειαστεί να μεταφράσουμε το ‘malpractice’. Σίγουρα η άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος απαιτεί αυξημένο αίσθημα ευθύνης –που ορισμένοι από τους λειτουργούς της υγείας έχουν δείξει να μη διαθέτουν- όμως η ιατρική ευθύνή δεν είναι έννοια που διασφαλίζεται με ποινικές διώξεις και διακαναλικές διαπομπεύσεις. Η υπευθυνότητα του γιατρού δεν είναι παρά μια έκφανση της προσφοράς προς τον πάσχοντα· προσφοράς που καλείται να τελεσφορήσει μέσα στο πλαίσιο μιας κοινωνίας που και η ίδια αποδεικνύεται συχνά ανεύθυνη και ανεπαρκής όταν καλείται να εκπληρώσει τους πολλαπλούς, περισσότερο ή λιγότερο σημαντικούς, καθημερινούς ρόλους της. Ρόλοι που ποικίλλουν από την ευσυνειδησία του κάθε επαγγελματία μέχρι τη διαπαιδαγώγηση των αυριανών πολιτών και την πολιτειακή θέσμιση του κατάλληλου πλαισίου λειτουργίας της Υγείας. Συνειρμικά ταυτισμένος με την ασθένεια, ο γιατρός, συχνά φορτώνεται την κακοδαιμονία όλης της κοινωνίας, όπως ο προγονικός μάγος, όπως ο τερματοφύλακας που ως τελευταίος αμυντικός παίρνει πάνω του την ευθύνη για όλα τα λάθη της άμυνας.
Ο Μπεν Λίπερ είχε μια θαυμάσια πορεία τόσο ως γιατρός όσο και ως τερματοφύλακας. Ήτανε πάντα στο πλευρό των φτωχών, έσωζε ζωές και δεν έπαιρνε φακελάκια. Στο ποδόσφαιρο, αρνήθηκε να εγκαταλείψει την αγαπημένη του ομάδα παρά τις δελεαστικές οικονομικές προτάσεις που δέχτηκε, απέκρουε πάντα τα άπιαστα και χάριζε λαμπρές νίκες στην ομάδα του. Τελικά ένα αεροπορικό ατύχημα τον καθήλωσε στο αναπηρικό καροτσάκι και τότε ο Μπεν έγινε προπονητής, κατέκτησε το κύπελλο και από τη χαρά του…..περπάτησε. Αυτά συνέβησαν στη δισδιάστατη πραγματικότητα των κόμικς. Εκεί όπου η παντοδυναμία της παιδικής σκέψης πλάθει και ξεπλάθει τον κόσμο ώστε να χωρούν σε αυτόν «Ο Τερματοφύλακας Γιατρός», «Το Παιδί Πάνθηρας» και «Ο Μικρός Ρέιντζερ». Εκεί όπου έγχρωμο σημαίνει απλώς μια απόχρωση του μπορντό.
Στην τρίτη διάσταση της καθ’ ημών πραγματικότητας τα δεδομένα είναι διαφορετικά. Χρειάζονται ουσιαστικές παρεμβάσεις που θα καλύπτουν τα ελλείμματα των Υπηρεσιών Υγείας. Χρειάζεται πάταξη της διαφθοράς, τηλεϊατρική, προώθηση της έρευνας και σεβασμός της αξιοπρέπειας του πάσχοντος. Όλα είναι διαφορετικά και οι καθηλωμένοι από κινητικά προβλήματα δεν έχω δει να περπατάνε απ’ τη χαρά τους, ενώ δύσκολα περπατάνε ακόμη και με ιατρική παρέμβαση. Όλα είναι ‘αλλιώς’ στην πραγματικότητα των ιλιγγιωδών ποδοσφαιρικών μεταγραφών και των τερματοφυλάκων που –καμιά φορά- δέχονται και γκολ κάτω απ’ τα πόδια. Όλα είναι ‘αλλιώς’ στον κόσμο της ‘Αινειάδας’ των νοσοκομείων και του ‘κάθε ασθενής και τον δικηγόρο του, κάθε γιατρός και τον ασφαλιστή του’. Όλα είναι διαφορετικά στην εποχή του ‘malpractice’. Όλα εκτός, ίσως, από τον γιατρό που καθημερινά μπλονζάρει σαν τερματοφύλακας μπροστά στα πόδια του επερχόμενου θανάτου και εκτινάσσεται πάνω στη λευκή γραμμή που χωρίζει το ‘όν’ από το ‘μη όν’, προσπαθώντας να μπλοκάρει το αναπόδραστο, να συγκρατήσει την ύπαρξη εντός των ορίων του αγωνιστικού χώρου της ζωής. Και ο αγώνας αυτός, όπως γραφότανε στο τέλος των ποδοσφαιρικών ιστοριών του ‘Μπλεκ’ συνεχίζεται………
Χρίστος Χ. Λιάπης MD, MSc, PhD
Ψυχίατρος – Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών