του Προκόπη Παυλόπουλου, Βουλευτή, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών
(στο περιοδικό «ΕΠΙΚΑΙΡΑ» τ. 255 της 18/09/2014)
Η κυβερνητική ηγεσία της Γερμανίας –στην ουσία η κα A. Merkel και ο κ. W.Schäuble, δίχως να παραγνωρίζει κανείς το γεγονός ότι ο δεύτερος ουδέποτε ξέχασε την εντός CDU «προδοσία» της νυν Καγκελαρίου έναντι αυτού και του Helmut Kohl- διακατέχεται από το σύνδρομο της ψευδαίσθησης ότι η πολιτική «αναπτυξιακής λιτότητας» εμφανίζει ένα διπλό «πλεονέκτημα»: Από τη μια πλευρά «εγγυάται» την ομαλή εξελικτική πορεία της γερμανικής οικονομίας, ιδίως επειδή μεταθέτει extra muros –ήτοι στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση και, κυρίως, σ’ εκείνη του μειονεκτικού οικονομικώς νότου- το κόστος της γερμανικής ενοποίησης. Και, από την άλλη πλευρά, διασφαλίζει την γερμανική οικονομική «επικυριαρχία» τουλάχιστον στην Ευρωζώνη. Σε σημείο μάλιστα που να καλλιεργείται υποδορίως η «φαντασίωση» πως ό,τι δεν πέτυχε η Γερμανία στην Ευρώπη «manu militari», το καθιστά στις μέρες μας πράξη προσφεύγοντας στις «ερπύστριες» της οικονομικής της υπεροχής. Στον αντίποδα της γερμανικής κυβερνητικής ηγεσίας, κορυφαίοι εκπρόσωποι του γερμανικού πνεύματος, πρωτίστως στον οικονομικό αλλά και στον φιλοσοφικό χώρο, «κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου» ως προς τις συνέπειες των εμμονών της ηγεσίας αυτής. Στους ως άνω εκπροσώπους πρέπει βεβαίως να προσθέσει κανείς κι εμβληματικές παλαιότερες φυσιογνωμίες της πολιτικής σκηνής της Γερμανίας, όπως είναι ο Helmut Smith. Ας μείνουμε όμως, στο πλαίσιο της σύντομης αυτής ανάλυσης, στον εκπρόσωπο του κατ’ εξοχήν αντιπροσωπευτικού γερμανικού πνεύματος, ήτοι εκείνου που διαγράφει τα φιλοσοφικά του ρεύματα στις μέρες μας. Και ποιος άλλος θα μπορούσε να εκφράσει με πιο γνήσιο τρόπο τα ρεύματα αυτά από την J. Habermas; Πριν από κάθε άλλη ανάλυση διευκρινίζεται ότι οι θέσεις του J. Habermas εκτίθενται στη συνέχεια ανεξαρτήτως από το αν και κατά πόσο συμφωνεί κανείς μ’ αυτές. Η καταγραφή τους δείχνει απλώς το μέγεθος των σύγχρονων γερμανικών αντιφάσεων.
- Στο υπό διαμόρφωση ακόμη πολιτειακό «μόρφωμα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο J. Habermas βρήκε την ευκαιρία να «δοκιμάσει» την πρακτική εφαρμογή των θέσεών του αναφορικά με τα χαρακτηριστικά και το μέλλον του «μεταεθνικού» κράτους[1]. Ειδικότερα:
Α. Κατά τον J. Habermas, πρέπει ν’ ανιχνεύσουμε την μελλοντική πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο μιας «μεταεθνικής» πολιτείας, η οποία θα στηριχθεί στην «δημόσια αυτονομία του πολίτη» που, με την σειρά της, εδράζεται στο γενικότερο φιλοσοφικοπολιτικό θεώρημα του «ρεπουμπλικανισμού».
- Ο κατά τον J. Habermas «μεταεθνικός αστερισμός» σηματοδοτεί την σταδιακή υπέρβαση της αντιμετώπισης του κράτους ως θεσμικής και πολιτικής οντότητας οργάνωσης της κοινωνίας με βάση τις δύο κλασικές συνιστώσες της: Ήτοι αφενός με βάση την «κρατική αυθεντία» και, αφετέρου, με βάση τους «φαντασιακούς δεσμούς» του έθνους. Μ’ άλλες λέξεις ο J. Habermas υποστηρίζει την θέση ότι η μελλοντική προοπτική θεσμικής και πολιτικής οργάνωσης της κοινωνίας αφήνει πίσω της το οργανωτικό θεμέλιο του «κράτους-έθνους», αναζητώντας νέα θεμέλια, ανταποκρινόμενα στην νομοτέλεια ανάδειξης της αυτονομίας του πολίτη και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, με στήριγμα τις θεωρήσεις περί «ρεπουμπλικανισμού».
- Ο κατά τον J. Habermas «ρεπουμπλικανισμός» συνιστά μια μορφή –φυσικά mutatis-mutandis- «κοινωνικού συμβολαίου» κατά το πρότυπο του J-J. Rousseau. Πρόκειται όμως για ένα «κοινωνικό συμβόλαιο» στηριγμένο αποκλειστικώς σε θεσμικύς και πολιτικούς πυλώνες, «εμπνευσμένους» από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του «Grundgesetz», δηλαδή του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης, που συνθέτει το ισχύον γερμανικό σύνταγμα. Κάπως έτσι ο J. Habermas υποστηρίζει την μετάβαση από τον πατριωτισμό στο πλαίσιο του «κράτους-έθνους» στον υπό θεσμικούς και πολιτικούς όρους «συνταγματικό πατριωτισμό». Δηλαδή σ’ έναν «πατριωτισμό» που δεν εδράζεται μόνο σ’ εθνικά δεδομένα αλλά περισσότερο σε μιαν αλληλεγγύη μεταξύ πολιτών, η οποία επιδιώκει την κοινωνική τους ενοποίηση:
α) Πρώτον, μέσω της συνέργειας πολιτών οι οποίοι εκφράζονται ελευθέρως, πέρα κι έξω από εθνικά – φυλετικά χαρακτηριστικά κι αντίστοιχες αντιλήψεις «κοινοτιστικής» συλλογικότητας. Πολιτών, οι οποίοι έτσι αντλούν τη νομιμοποίηση της δράσης τους από ένα δημοκρατικώς θεσπισμένο σύνταγμα. Και όχι από το παραδοσιακό κράτος-έθνος που θεμελιώνεται στο έδαφος και την in concreto κυρίαρχη πολιτιστική παράδοση.
β) Δεύτερον -και συνακόλουθα- μέσω ενός συντάγματος, το οποίο συνθέτει την «μεταεθνική» έννοια του «συνταγματικού κράτους». Ήτοι ενός κράτους απαλλαγμένου κατά μεγάλο μέρος από εθνικά χαρακτηριστικά, στο πλαίσιο του οποίου η νομιμοποίηση της κρατικής δράσης στηρίζεται, σχεδόν αποκλειστικώς, σ’ εκείνη την αποδοχή των πολιτών, που έχει ως έρεισμα την πεποίθησή τους –επέκεινα δε την εμπιστοσύνη τους- πως το οικείο συνταγματικό θεμέλιο εγγυάται την ελεύθερη δράση τους προς επίτευξη της μεταξύ τους αλληλεγγύης, μέσω της επιδίωξης πραγμάτωσης κοινώς παραδεδεγμένων αξιών. Αυτή είναι, κατ’ αποτέλεσμα, η δομή της θεώρησης του J. Habermas περί «αξιοκεντρικού συνταγματισμού».
Β. Κάπως έτσι η φιλοσοφική σκέψη του J. Habermas συναντάται με τις περί «συνταγματισμού» αντιλήψεις, οι οποίες επικεντρώνονται περισσότερο στο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας του συντάγματος στην σύγχρονη εποχή[2]. Κατά τις αντιλήψεις αυτές:
- Το σύνταγμα δεν μπορεί ν’ αναλύεται υπό αμιγώς θεσμικούς-κανονιστικούς όρους. Ήτοι αποκλειστικώς ως σύνολο κανόνων δικαίου αυξημένης τυπικής ισχύος. Αλλά είναι ανάγκη ν’ αντιμετωπίζεται ως θεμέλιο πολιτειακής οργάνωσης το οποίο, πέραν της κανονιστικής του επιρροής μέσω των κανόνων δικαίου που το συνθέτουν:
α) Πρώτον, οργανώνει την δημόσια εξουσία προς την κατεύθυνση της επιδίωξης εφαρμογής συγκεκριμένων αξιακών αρχών. Και είναι οι αρχές αυτές, οι οποίες διαμορφώνουν την εν γένει κοινωνικοοικονομική του ιδεολογία.
β) Δεύτερον, επιτρέπει την εξισορρόπηση πολλαπλών πηγών εξουσίας, μέσω των κατάλληλων ελέγχων, οι οποίοι διασφαλίζουν τ’ αντίστοιχα «θεσμικά αντίβαρα»(κατ’ αναλογία της, αγγλοσαξωνικής προέλευσης, θεωρίας των «checks and balances»).
- Κατ’ επέκταση, το σύνταγμα στο πεδίο της σύγχρονης πολιτειακής οργάνωσης πρέπει να νοηθεί ως θεμελιώδης νόμος, ο οποίος οφείλει την καταλυτική θεσμική και πολιτική επιρροή του στα εξής τέσσερα, κατά βάση, χαρακτηριστικά:
α) Πρώτον, οργανώνει την ιεραρχία των κανόνων δικαίου, οι οποίοι καθορίζουν τόσο την οργάνωση και λειτουργία του κράτους όσο και τα όρια της υπεράσπισης της αξίας του ανθρώπου και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του.
β) Δεύτερον, προσδιορίζει –μέσω των προμνημονευόμενων κανόνων- τις αξίες, τις οποίες πρέπει να υπηρετεί το κοινωνικό σύνολο, προκειμένου να διασφαλίσει τους όρους και τις προϋποθέσεις επιβίωσής του, με μεθόδους που ανταποκρίνονται στο ιδεώδες της κοινωνικής αλληλεγγύης.
γ) Τρίτον, καθορίζει, φυσικά σε γενικές γραμμές, τον τρόπο, με τον οποίο κράτος και πολίτες –οι τελευταίοι στο πλαίσιο άσκησης των συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων τους- οφείλουν να επιδιώκουν την εφαρμογή στην πράξη των κατά τ’ ανωτέρω αξιών.
δ) Τέταρτον, μέσω των διόδων, θεσμικών και πολιτικών, που προεκτέθηκαν, νομιμοποιεί αντιστοίχως, θεσμικώς και πολιτικώς, αφενός την άσκηση δημόσιας εξουσίας εκ μέρους του κράτους. Και, αφετέρου, την εκ μέρους των πολιτών άσκηση των δικαιωμάτων τους προς την κατεύθυνση της υπηρέτησης της αξίας του ανθρώπου και της ελεύθερης ανάπτυξης τους προσωπικότητάς του.
- Μόνο που η πολιτική τακτική της γερμανικής κυβερνητικής ηγεσίας madeinA. Merkel και W. Schäubleκάνει ό,τι μπορεί, προκειμένου να διαψεύσει τις θέσεις του J. Habermas –πάντοτε στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης- περί «μεταεθνικού κράτους» και περί «ρεπουμπλικανισμού» που στηρίζει τις θέσεις αυτές, μεσ’ από την αντίληψη ενός σύγχρονου «κοινωνικού συμβολαίου». Και τούτο διότι:
Α. Όπως είναι αυτονόητο, οι κατά τ’ ανωτέρω θέσεις του J. Habermas περί μετάβασης σ’ ένα «μεταεθνικό κράτος», μέσω των διαδικασιών του «ρεπουμπλικανισμού», προϋποθέτουν μια σταδιακή «κανονιστική πύκνωση» του όλου οικοδομήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πάνω σε δημοκρατικές βάσεις. Συγκεκριμένα δε προϋποθέτουν, τουλάχιστον:
- Μιαν ομαλή και συνεπή πορεία προς την εμπέδωση του ενιαίου δημοκρατικού νομικού θεμελίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι του Ευρωσυντάγματος. Το οποίο, σύμφωνα με όσα ήδη διευκρινίσθηκαν, είναι προορισμένο ν’ αποτελέσει τόσο την βάση της ευρωπαϊκής έννομης τάξης και της δημοκρατικής νομιμοποίησης των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως ολοκληρωμένης πλέον πολιτειακής οντότητας. Όσο και τον προσδιοριστικό παράγοντα των εν γένει αξιών, πάνω στις οποίες θα κινηθεί πλέον το κοινό «ευρωπαϊκό κοινωνικό σύνολο».
- Επέκεινα –αλλά και συνακόλουθα- μιαν εξίσου ομαλή και συνεπή πορεία προς την κατεύθυνση της μείωσης και τελικώς εξαφάνισης, κατά το δυνατόν, του σημερινού μεγάλου δημοκρατικού ελλείμματος στο πεδίο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενός ελλείμματος το οποίο φθάνει, δυστυχώς, ως το σημείο να μην επιτρέπει τον χαρακτηρισμό ως πλήρως δημοκρατικών συγκεκριμένων καίριων πτυχών της όλης δομής και δράσης των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Β. Όμως η όλη πολιτική, την οποίαν επιδιώκει κι επιβάλλει σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη η Γερμανία του «διδύμου» A. Merkel και W. Schäuble, κινείται στον αντίποδα των προαναφερόμενων θεσμικών προτεραιοτήτων και των αντίστοιχων «ρεπουμπλικανικών» θεωρήσεων του J. Habermas, κατά την αναζήτηση του «μεταεθνικού» ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Και τούτο, ιδίως, διότι:
- Στο πλαίσιο των οικονομικών της επιδιώξεων και σκοπιμοτήτων, ως προς τις οποίες έγινε ήδη λόγος έστω κι ακροθιγώς, η πολιτική της Γερμανίας δεν δίστασε να «θυσιάσει» την πορεία προς την θεσμική ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος στον βωμό της προηγούμενης εδραίωσης μιας οικονομικής πολιτικής «αναπτυξιακής λιτότητας», με καθαρώς νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά, «κομμένη και ραμμένη» στο μέγεθος των αντίστοιχων γερμανικών οικονομικοπολιτικών φιλοδοξιών. Οι οποίες έτσι οδηγούν όχι σε μιαν ευρωπαϊκή Γερμανία αλλά σε μιαν οιονεί γερμανική Ευρωπαϊκή Ένωση. Κι αυτή η «ήττα» του, οπωσδήποτε ατροφικού, θεσμικού πυλώνα από την γιγάντωση του, υπερτροφικού πλέον, οικονομικού πυλώνα εξηγείται εκ του ότι μια θεσμικώς ολοκληρωμένη και δίχως εμφανές δημοκρατικό έλλειμμα Ευρωπαϊκή Ένωση ουδέποτε θα είχε ανεχθεί την ανάπτυξη κι εφαρμογή τέτοιων νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών, οι οποίες για ν’ «ανθίσουν» προϋποθέτουν την «απορρύθμιση». Ήτοι την απουσία θεσμικώς οργανωμένης πολιτειακής παρέμβασης με σταθερές συνιστώσες, οι οποίες την καθιστούν εφικτή όταν και όπου τούτο απαιτείται για την θεραπεία ενδεχόμενων σοβαρών αρρυθμιών της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς.
- Κατ’ αποτέλεσμα, πρωτίστως τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, κυρίως, της Ευρωζώνης, τα οποία υφίστανται στο εσωτερικό τους τις δυσμενείς αυτές συνέπειες της γερμανικής οικονομικής «επικυριαρχίας», όχι μόνο δεν κινητροδοτούνται να εμπιστευθούν τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Αλλά, όλως αντιθέτως, αισθάνονται –και με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση- την ανάγκη υπεράσπισης των στενώς νοούμενων εθνικών τους συμφερόντων. Μ’ άλλες λέξεις, κι εξαιτίας της έλλειψης επαρκούς «κοινωνικού συμβολαίου», ήτοι συνταγματικού – θεσμικού πλαισίου νομιμοποίησης της ευρωπαϊκής πολιτικής και καθορισμού των κοινών αξιών στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η γερμανικής «έμπνευσης» συνολική ευρωπαϊκή πορεία ουδόλως ευνοεί την εμφάνιση του κατά τον J. Habermas «μεταεθνικού αστερισμού». Αλλά, επίσης όλως αντιθέτως, «ξυπνά τα ένστικτα» του παραδοσιακού κράτους-έθνους στο πεδίο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τις εντεύθεν πολλαπλασιαζόμενες και διογκούμενες είτε αποσχιστικές τάσεις εντός των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε εκδηλώσεις αντιευρωπαϊσμού ή, έστω, ευρωσκεπτικισμού, που επισφράγισε και το αποτέλεσμα των πρόσφατων ευρωεκλογών. Ένα αποτέλεσμα το οποίο, εξαιτίας των προμνημονευόμενων επιπτώσεων των γερμανικών οικονομικών εμμονών, υποδαυλίζει ως και την εκκόλαψη φαινομένων αναβίωσης του ναζισμού, όπως το αποδεικνύει στην περίπτωση της Ελλάδας το αποκρουστικό νεοναζιστικό «μόρφωμα» της «Χρυσής Αυγής».
Η διάψευση των θέσεων του J. Habermas ως προς την μετάβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον «μεταεθνικό αστερισμό», η οποία οφείλεται στην «ευρωπαϊκή» πολιτική του κυβερνητικού διδύμου Α. Merkel και W.Schäuble, παρουσιάζει ανάγλυφα τις δομικές αντιφάσεις της σύγχρονης Γερμανίας: Το «μεταεθνικό» ευρωπαϊκό όραμα του γερμανικού πνεύματος ξεθωριάζει από τ’ αποτελέσματα της γερμανικής πολιτικής, η οποία με την κα Α. Merkel και τον κ. W.Schäuble φαίνεται να υπηρετεί τα στενώς νοούμενα εθνικά συμφέροντα της Γερμανίας. Και ο γερμανικός λαός –της ενιαίας πια Γερμανίας- επαίρεται μεν έναντι των λοιπών ευρωπαίων εταίρων για τους πνευματικούς ταγούς του. Πλην όμως τούτο συμβαίνει «ανεξόδως». Διότι όταν έρχεται η ώρα των αποφάσεων ως προς το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης τους εγκαταλείπει, για να στηρίξει εκείνους τους πολιτικούς του ταγούς, όπως η κα Α. Merkel και ο κ. W.Schäuble, οι οποίοι του εγγυώνται τα ως προς αυτόν και μόνον «καλά και συμφέροντα». Μπορούμε, άραγε, όσοι πιστεύουμε στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και το μέλλον του να ελπίζουμε ότι ο γερμανικός λαός κάποια στιγμή θ’ αντιληφθεί, επιτέλους, αφενός πως έχει διαπράξει στο παρελθόν το ίδιο, περίπου, λάθος με τις κοινώς γνωστές συνέπειες και, αφετέρου, πως η Ευρωπαϊκή Ένωση δημιουργήθηκε ακριβώς για να μην ζήσει η «Γηραιά Ήπειρός» μας ξανά τις συνέπειες αυτές;
[1] Οι σκέψεις που ακολουθούν αναφέρονται, κατά βάση, στην μελέτη του J. Habermas «Ο Μεταεθνικός Αστερισμός» (μετ. Α. Αναγνώστου), έκδ. Πόλις, 2003 και στην συμβολή του, με τίτλο «Reply to Grimm», στο έργο που εκδόθηκε μ’ επιμέλεια των P. Gowan και P. Anderson «The Question of Europe», London, Verso, 1997. Πρβλ. Δ. Χρυσοχόου, Caritas rei publicae, εκδ. Ι. Σιδέρη, 2010, σελ. 54 επ.
[2] Βλ., ιδίως, S. Gordon, Controlling the State: Constitutionalism from Ancient Athens to Today, Harvard University Press, 1999 και W.H. Hamilton, «Constitutionalism», in E.R.A. Seligman και A. Johnson, Encyclopedia of Social Sciences, 1931, σελ. 255 επ.