Πολιτική

Παρακολουθήσεις: Ραντεβού στις 22 Αυγούστου δίνουν τα κόμματα – Κόντρα για τις δηλώσεις Αθανασίου

Με την ανάπαυλα του δεκαπενταύγουστου να δίνει περιθώριο για ανασύνταξη των δυνάμεων και χάραξη στρατηγικών και τακτικών κινήσεων, τα κόμματα ετοιμάζονται να δώσουν ένα ραντεβού σκληρής πολιτικής και κοινοβουλευτικής μάχης, από την εβδομάδα της 22ας Αυγούστου, με αφορμή την υπόθεση της παρακολούθησης του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη.

Ένας πρώτος γύρος έντονης σύγκρουσης φαίνεται να κλείνει αυτές τις ημέρες και ενόψει του εορταστικού τετραημέρου, με την κυβέρνηση να αναλαμβάνει σειρά πρωτοβουλιών για να μην πάρει το θέμα ευρύτερες διαστάσεις, ούτε να εργαλειοποιηθεί, τόσο από το ΠΑΣΟΚ, όσο και από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Το Μαξίμου αποδέχθηκε την πρόταση να ανοίξει η Βουλή μία εβδομάδα νωρίτερα, τη μεθεπόμενη Δευτέρα, όταν και θα αποφασιστεί πότε ακριβώς θα γίνει η προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών κομμάτων. Τότε θα προσδιοριστεί και πότε θα συνέλθει και πάλι η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, καθώς απορρίφθηκε η απαίτηση ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ να υπάρξει μία τέτοια συνεδρίαση πριν το δεκαπενταύγουστο.

Η κυβέρνηση διαβλέπει μία τροχιά σύγκλισης ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ σε αυτό το θέμα, κάτι που επισήμανε την Πέμπτη η αναπληρώτρια κυβερνητική εκπρόσωπος Αριστοτελία Πελώνη.

Το ΠΑΣΟΚ διαψεύδει πάντως ότι «κοιτάζει» προς το μέρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τη συγκρότηση κάποιου μετώπου και διαβεβαιώνει ότι θα κινηθεί αυτόνομα, διεκδικώντας τις δέουσες εξηγήσεις από την κυβέρνηση για τους λόγους, που η ΕΥΠ παρακολουθούσε το τηλέφωνο του κ. Ανδρουλάκη. Ίσως γι αυτό τηρεί πιο χαμηλούς τόνους από τον ΣΥΡΙΖΑ, αποφεύγοντας να μιλήσει ευθέως για εκλογές όπως κάνει η Κουμουνδούρου πολύ έντονα τις τελευταίες ημέρες.

Κόντρα για τις δηλώσεις Αθανασίου

Πάντως έτσι όπως έχει ανοίξει το όλο θέμα, φαίνεται ότι κάθε μέρα μπορεί να εκδηλώνεται και ένα νέο επεισόδιο αντιπαράθεσης, έστω κι αν κάτι τέτοιο γίνεται εν πολλοίς ακουσίως.

Το παράδειγμα με τις δηλώσεις του βουλευτή της ΝΔ Χαράλαμπου Αθανασίου είναι ενδεικτικό. Ο πρώην υπουργός τάχθηκε μεν υπέρ της παρακολούθησης και βουλευτών, εάν πρόκειται για λόγους εθνικού συμφέροντος, αλλά το παράδειγμα που χρησιμοποίησε ξεσήκωσε πολιτική θύελλα. «Ας υποθέσουμε ότι ένας βουλευτής έχει θρησκευτικό προσανατολισμό εντελώς διαφορετικό από του ορθόδοξου. Ας πούμε ένας μουσουλμάνος βουλευτής της Βορείου Ελλάδος -δεν λέμε ότι υπάρχει καμία αιχμή- προς Θεού. Αν υποθέσουμε ότι δίνει κάποια πληροφορία στην γείτονα χώρα, από πού θα μπουν οι μετανάστες κλπ. Γιατί δεν πρέπει να ελεγχθεί; Εδώ προέχει η Εθνική Ασφάλεια» ήταν η δήλωση του κ. Αθανασίου.

Ο ΣΥΡΙΖΑ τον κατηγόρησε αμέσως για κρεσέντο μισαλλοδοξίας και ζήτησε από τον πρωθυπουργό την άμεση αποπομπή του, «διαφορετικά αποδεικνύει ότι είναι ο υποβολέας των δηλώσεων του».

Και επισήμανε ότι «ο κ. Αθανασίου πρέπει να γνωρίζει πως η εθνική ασφάλεια δεν αφορά το θρήσκευμα, στην πραγματικότητα δήλωσε απερίφραστα όσα υπαινίχθηκε ο κ. Μητσοτάκης στο διάγγελμα του, επιχειρώντας να καλύψει τις επικίνδυνες ενέργειες της Κυβέρνησής του με αναφορές στην εθνική ασφάλεια και “σκοτεινές δυνάμεις”». Και προσθέτει ότι «στην προσπάθεια τους να δικαιολογήσουν την εκτροπή την οποία έχουν μεθοδεύσει επαναφέρουν θεωρίες «εσωτερικών εχθρών» από τις πιο σκοτεινές εποχές της Ελληνικής Ιστορίας».

Το ΠΑΣΟΚ ζήτησε να παραπεμφθεί στα αρμόδια όργανα της Βουλής ο κ. Αθανασίου, τονίζοντας ότι πρόκειται για δήλωση μισαλλοδοξίας και προσθέτοντας πως «αυτή η Κυβέρνηση έχει βαλθεί να στείλει τη χώρα στα τάρταρα, σε επίπεδο σεβασμού των θεσμών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτή τη φορά, με την απαράδεκτη δημόσια τοποθέτηση-δήλωση του αντιπροέδρου της Βουλής, Χαραλαμπου Αθανασίου, ο οποίος αναβιώνει την θεωρία του «εσωτερικού εχθρού» στο πρόσωπο των Ελλήνων μουσουλμάνων βουλευτών».

Οι μουσουλμάνοι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, Ιλχάν Αχμέτ και Μπουρχάν Μπαράν αντέδρασαν επίσης έντονα με τον πρώτο να κατηγορεί τον κ. Αθανασίου ότι «αναβιώνει την θεωρία του εσωτερικού εχθρού στο πρόσωπο ετερόδοξων και δη μουσουλμάνων βουλευτών» και υποπίπτει σε ένα νέο θεσμικό ολίσθημα, ενώ ο δεύτερος σημείωσε ότι «ο στιγματισμός λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων μέσα σε μια ευνομούμενη και συνταγματικά κατοχυρωμένη Δημοκρατία, είναι απερίφραστα καταδικαστέος και συλλήβδην κατακριτέος, όπως το επιτάσσει η ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος».

Επανερχόμενος ο κ. Αθανασίου έκανε λόγο για παρερμηνεία των δηλώσεών του και ξεκαθαρίζοντας ότι «ουδέποτε αμφισβήτησα τον πατριωτισμό των συναδέλφων μου βουλευτών ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Τούτο δε προκύπτει από προσεκτική ανάγνωση της όλης τοποθέτησης μου. Αυτό που ανέλυσα με σαφήνεια ήταν η επιστημονική άποψή μου, για την άρση του απορρήτου σε θέματα προστασίας της εθνικής ασφάλειας».

Οι διευκρινίσεις του κ. Αθανασίου δεν έπεισαν τον ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος επέμεινε στο αίτημα για διαγραφή του από την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ. «Ο κύριος Αθανασίου προσπαθεί μέσα από το γνωστό καταφύγιο της ”παρερμηνείας” να αμφισβητήσει αυτό που άκουσαν οι πάντες: τη στοχοποίηση Ελλήνων βουλευτών βάσει του θρησκεύματός τους. Φαίνεται ότι στη Νέα Δημοκρατία η παραζάλη από τις αποκαλύψεις για το σκάνδαλο των υποκλοπών οδηγεί στα όρια της πολιτικής παραφροσύνης και στην κατασκευή ”εσωτερικού εχθρού” εκ του μηδενός. Τα πράγματα είναι απλά: ο κύριος Αθανασίου αμφισβήτησε τον πατριωτισμό των Ελλήνων βουλευτών και επιχείρησε να εμφανίσει ως αναγκαίες τις παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων», τόνισε η Κουμουνδούρου.